Στο λιμάνι του Πειραιά, στην καρδιά της ναυτοσύνης και της ναυτιλίας, πάγωσε η τσιμινιέρα: πάγωσε μαζί και το πανελλήνιο αντικρίζοντας την απανθρωπιά να πνίγει τα 36 χρόνια της δύσκολης ζωής ενός νέου ανθρώπου, που η κακή του τύχη τον έφερε αντιμέτωπο με τον λάθος «άνθρωπο». Γιατί δεν είναι έτσι ο Ελληνας ναυτικός, δεν έχει καμία σχέση αυτό που έγινε με την ελληνική ναυτοσύνη, δεν είναι αυτή η Ελλάδα. Η σκληρότητα στην προκειμένη περίπτωση δεν είχε κανένα κίνητρο, παρά μόνο την ευκαιρία να μας θυμίσει πόσο βαθιά έχει διαβρωθεί ένα μέρος της κοινωνίας: «Ανθρωπος στη θάλασσα, μέσα μου η ρωγμή, κόντρα φύσηξε ο καιρός, κόντρα η εποχή», τραγουδούν οι Πυξ Λαξ και ημείς –κυριολεκτικά– άδομεν.  

Δεν χωράει ανθρώπινος νους τόση αναισθησία και τόση απάθεια από δύο εργαζόμενους που συμπεριφέρθηκαν ως κοινοί εγκληματίες. Διότι ακόμα και αν προσπαθήσουμε να αποδώσουμε την πράξη στην «κακιά στιγμή», όφειλαν την ακριβώς επόμενη να βουτήξουν στη θάλασσα για να σώσουν τον άτυχο νέο. Αντίθετα, παρέμειναν απαθείς, σχεδόν αδιάφοροι να παρατηρούν το θύμα να πνίγεται, ενώ το πλοίο απέπλευσε και για 42 λεπτά πορεύονταν σ’ ένα πέλαγος ντροπής αφήνοντας πίσω του τα απόνερα της καταισχύνης.   

Δεν υπάρχουν λόγια και απορούμε πώς είναι δυνατόν η θλίψη που αισθάνεται η πλειονότητα της κοινωνίας να συνοδεύεται από «θλιβερές» ανακοινώσεις μερίδας του πολιτικού κόσμου. Στο κάτω κάτω τόσα συμβαίνουν γύρω μας, κάτι θα βρεθεί να εργαλειοποιηθεί ώστε να αξιοποιηθεί κομματικά μια τραγωδία.