Τα τελευταία χρόνια, ένας ιδιότυπος συνασπισμός μεταξύ κεντροδεξιάς και αριστεράς φαίνεται να συγκροτείται γύρω από έναν και μόνο στόχο: «να πέσει ο Μητσοτάκης». Παρά τις τεράστιες ιδεολογικές τους αποστάσεις, τα δύο αυτά στρατόπεδα συχνά εμφανίζονται να συναντιούνται σε έναν κοινό παρονομαστή: τη βαθιά πολιτική και συναισθηματική τους αντιπαλότητα προς τον πρωθυπουργό. Ωστόσο, αυτή η οριακή σύμπλευση εξαντλείται εκεί. Διότι όταν φτάνουν στο επόμενο βήμα, το «και μετά τι;», το οικοδόμημα καταρρέει με θόρυβο.
Οι συζητήσεις για το πώς θα κυβερνούσαν, αν πράγματι έφταναν στην εξουσία, αποκαλύπτουν χάσματα που δύσκολα γεφυρώνονται. Οι μεν αριστεροί επιμένουν σε ένα μοντέλο κρατισμού, παρεμβατισμού και θεσμικής αναδιάταξης.
Οι δε κεντροδεξιοί προτάσσουν φιλελεύθερες πολιτικές, σταθερότητα και συνέπεια στις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις. Κανείς δεν φαίνεται πρόθυμος να υποχωρήσει, κανείς δεν παραδέχεται ότι η δική του “συνταγή” δεν μπορεί να συνυπάρξει με της άλλης πλευράς. Έτσι, ενώ συμφωνούν στο «να φύγει ο Μητσοτάκης», δεν συμφωνούν στο παραμικρό που αφορά το πώς θα μοιάζει η επόμενη μέρα.
Ίσως, τελικά, αυτό το αδιέξοδο να βολεύει και τους ίδιους. Η αφήγηση ότι «ο Μητσοτάκης είναι το πρόβλημα» λειτουργεί ως εύκολη δικαιολογία για να μην αναμετρηθούν με τις δικές τους ελλείψεις, την έλλειψη σχεδίου, συνοχής και ικανότητας συνεργασίας.
Κι όσο ο πρωθυπουργός -ένας πολιτικός που συχνά κατηγορείται ότι δεν έχει πραγματικούς «φίλους« στο πολιτικό σύστημα-παραμένει στο στόχαστρο, τόσο οι υπόλοιποι μπορούν να αφήνουν την αντιπολίτευση να αυτο-αναλώνεται. Στο τέλος, τρώγονται μεταξύ τους περισσότερο απ’ όσο αντιπολιτεύονται.