Σε στρατηγική φθοράς, χωρίς προγραμματική πρόταση και εναλλακτικό αφήγημα, επιμένουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης , με βασικό στόχο τη δημιουργία κλίματος αστάθειας και πολιτικής απονομιμοποίησης της κυβέρνησης.
Όλο και πιο συχνά η αντιπαράθεση μετατοπίζεται από την πραγματική πολιτική στο πεδίο της έντασης, των συγκρούσεων και της γενικευμένης καχυποψίας. Ενδεικτική είναι η στάση της αντιπολίτευσης απέναντι τόσο στην υπόθεση των Τεμπών όσο και σε εκείνη του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Η δεύτερη περίπτωση ανέδειξε από τη μία πλευρά την ανάγκη για θεσμικό εκσυγχρονισμό και για ελέγχους στον τομέα των αγροτικών επιδοτήσεων, από την άλλη όμως αποτέλεσε πρώτη τάξης ευκαιρία για την αντιπολίτευση ώστε να δημιουργήσει αναβρασμό, χωρίς βέβαια η ρητορική της να συνοδεύεται από πολιτική πρόταση ή από τεκμηριωμένη αξιολόγηση των δεδομένων.
Πλήρης αδιαφορία
Παρά τη σαφή εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και την έναρξη ελέγχων με τη συνεργασία των ελληνικών αρχών, η πολιτική αντιπαράθεση επικεντρώθηκε σε κούφιες γενικεύσεις, με αποδέκτη συνολικά το κυβερνητικό σχήμα και υπαινιγμούς για συστηματική διαφθορά. Και βέβαια τώρα πλέον στόχος είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ώστε να προκληθεί αναταραχή. Όπως, άλλωστε, το είχε δηλώσει ευθαρσώς η Έφη Αχτσιόγλου «η κανονικότητα δεν είναι ευκαιρία για την Αριστερά».
Η κυβέρνηση έχει ήδη εξαγγείλει σειρά παρεμβάσεων, μεταξύ των οποίων και η μεταφορά αρμοδιοτήτων του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ, καθώς και μηχανισμούς αναζήτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων επιδοτήσεων με fast track διαδικασίες. Ωστόσο αντί αυτές οι πρωτοβουλίες να αναγνωριστούν ή έστω να κριθούν ως προς την αποτελεσματικότητά τους, η αντιπολίτευση επιλέγει την απόλυτη απαξίωση.
Ειδικότερα, αδιαφορώντας για τις κρίσιμες γεωπολιτικές και οικονομικές προκλήσεις, επιμένει σε μια στρατηγική πολιτικής επιβίωσης με όρους παλαιοκομματισμού και ρουσφετολογίας. Η στοχοποίηση του πρωθυπουργού έχει καταστεί ο κεντρικός τους στόχος, όπως δείχνουν οι δηλώσεις Φάμελλου και το πρόσφατο πολιτικό παραλήρημα Ανδρουλάκη, ο οποίος έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη για συγκάλυψη στην υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ διαστρεβλώνοντας στοιχεία και μπλέκοντας αυθαίρετα το πρόστιμο της ΕΕ με τη δικαστική έρευνα.
Την ώρα που η κυβέρνηση αναγνωρίζει αδυναμίες και προχωρά σε πολιτικά δύσκολες αποφάσεις, η αντιπολίτευση αναζητά συνθήματα τύπου «φέρτε πίσω τα κλεμμένα» και ελπίζει σε ευρωπαϊκές κυρώσεις, αδιαφορώντας για το κόστος στους Έλληνες πολίτες. Αγνοούν, δηλαδή, σκόπιμα την ευθύνη των πραγματικών εμπλεκομένων και επενδύουν στο ψέμα και στη συνωμοσιολογία.
Αντίστοιχη ήταν, άλλωστε, η στάση της αντιπολίτευσης και στην υπόθεση των Τεμπών, όπου μετέφερε τη συζήτηση από την ανάγκη δικαιοσύνης και θεσμικής λογοδοσίας σε ένα πολιτικά φορτισμένο περιβάλλον με στόχο να αναδειχθεί μια συνολική καταγγελία του «καθεστώτος Μητσοτάκη».
Με άλλα λόγια, η αντιπολίτευση επιλέγει τη στείρα καταγγελία. Θέλει το μπάχαλο, θέλει την αποσταθεροποίηση. «Γαλάζιοι» παράγοντες, μάλιστα, υπενθυμίζουν ότι στόχος εκείνη την περίοδο ήταν τα «λαϊκά δικαστήρια» που ουσιαστικά υποκαθιστούν τη Δικαιοσύνη, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν.
Η στάση της αντιπολίτευσης αναδεικνύεται και μέσα από τον τρόπο που ορισμένα στελέχη επέλεξαν να τοποθετηθούν δημόσια. Η αναφορά της Ζωής Κωνσταντοπούλου, η οποία έφτασε στο σημείο να αφήσει υπόνοιες εναντίον του νεκρού μηχανοδηγού, είχε προκαλέσει αντιδράσεις. Παρόμοια ρητορική καταγράφηκε και από τον Σωκράτη Φάμελλο, με επιθέσεις που παρέπεμπαν σε άλλες εποχές. «Ανήκει σε άλλον πολιτικό χώρο που δικαιούται να προσβάλλει τη μνήμη ενός νεκρού;», αναρωτήθηκε τότε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, θέτοντας ζήτημα στοιχειώδους πολιτικής ηθικής.
Ανευθυνότητα
Το κοινό νήμα που συνδέει αυτές τις υποθέσεις είναι η απουσία πειστικής πολιτικής εναλλακτικής. Το αίτημα να φύγει η κυβέρνηση είναι διαρκές και ρητό, αλλά το τι θα την αντικαταστήσει παραμένει ασαφές. Η δημόσια συζήτηση οδηγείται συστηματικά σε ένα τοπίο γενικευμένης απαξίωσης και αρνητισμού, που απομακρύνει τους πολίτες από την πολιτική και ενισχύει τα άκρα.
Η επιλογή της αντιπολίτευσης να ποντάρει αποκλειστικά στην κόπωση, στον θυμό και στη δυσαρέσκεια δεν συνιστά στρατηγική διακυβέρνησης. Ούτε προσφέρει απαντήσεις στις προκλήσεις μιας εποχής που απαιτεί υπευθυνότητα και πολιτικό περιεχόμενο…