Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη έχασε 167.776 ψηφοφόρους σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2023, την ώρα που η κυβερνώσα παράταξη κατέγραφε σημαντική φθορά και απώλειες και η αξιωματική αντιπολίτευση μείωνε ακόμη περισσότερο ποσοστά και ψηφοφόρους, με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανο Κασσελάκη να μην πείθει ούτε τους δικούς του.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει χάσει τη… στιγμή του. Εχει χάσει την ευκαιρία που του δόθηκε προκειμένου να διαμορφώσει τις συνθήκες που θα του έδιναν τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ύπαρξη ενός ελατηρίου, το οποίο θα του επέτρεπε να αναμένει μια μελλοντική εκτίναξη, ώστε να αποφύγει όλα όσα συμβαίνουν σήμερα στο ΠΑΣΟΚ και φυσικά την προσφυγή στις εσωκομματικές κάλπες, στην οποία σύρθηκε εξαιτίας των έντονων αντιδράσεων και της σκληρής κριτικής που υπέστη.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος το 2015, μετά την ήττα στις εκλογές του Ιανουαρίου και τα χαμηλά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ, σε κοινή συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος, δήλωνε: «Εγώ δεν θα γίνω Ζίγδης ή Κουβέλης». Στη συνέχεια ανακοίνωσε την αποχώρηση από την ηγεσία του κόμματος, εκκινώντας τις διεργασίες για την ανάδειξη νέου αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ. Ο Νίκος Ανδρουλάκης μετά από δύο ήττες, σε εθνικές εκλογές και σε ευρωεκλογές, επιχείρησε να παραμείνει στη θέση του προέδρου, διαρρέοντας ότι οι εσωκομματικές κάλπες θα στηθούν με βάση το καταστατικό του κόμματος, δηλαδή τον Οκτώβριο του 2025. Σύρθηκε όμως από τις εξελίξεις. Και αφού κατηγόρησε τους πάντες για… υπονόμευσή του –όπως και ο Στέφανος Κασσελάκης άλλωστε– ανακοίνωσε εσωκομματικές κάλπες, στις οποίες φυσικά θα λάβει μέρος και ο ίδιος.
Θα είναι δηλαδή και πάλι υποψήφιος, αλλά, όπως όλα δείχνουν, θα πάει στις εσωκομματικές κάλπες διατηρώντας τη θέση του προέδρου του κόμματος. Διατηρώντας επίσης και τον ίδιο γραμματέα στο κόμμα, παρά την αποτυχία του να εκλεγεί ευρωβουλευτής. Αυτό όμως απασχολεί τον ίδιο, το ΠΑΣΟΚ και τους συνυποψηφίους του, που διαρκώς αυξάνονται αριθμητικά έχοντας αισίως φτάσει τους 5, ενώ αναμένονται και άλλοι. Ας υποθέσουμε ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης εκλέγεται εκ νέου πρόεδρος.
Τι διαφορετικό έχει να προσφέρει στο κόμμα του; Πώς θα πεισθούν ψηφοφόροι να επανέλθουν στο ΠΑΣΟΚ; Πώς και με ποιον τρόπο θα πεισθούν νέοι ψηφοφόροι να επιλέξουν το κόμμα με έναν επικεφαλής που δεν πέτυχε κανέναν από τους στόχους που έθεσε προεκλογικά; Και γιατί να στραφούν σε ένα κόμμα ο επικεφαλής του οποίου έχασε όχι απλά από τον κυρίαρχο πολιτικά Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά και από ένα κόμμα που υπέστη πανωλεθρίες με δύο διαφορετικούς μάλιστα αρχηγούς; Η αύξηση των ποσοστών που επικαλείται ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές δεν ανταποκρίνεται σε ψήφους. Στις εθνικές εκλογές έλαβε 676.175 ψήφους.
Στις ευρωεκλογές ανέβασε ελάχιστα το ποσοστό, αλλά πήρε 508.399. Με απλά λόγια, την ώρα που ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έχαναν ψηφοφόρους, το τρίτο κόμμα δεν κατάφερε όχι απλά να γίνει ο αποδέκτης της όποιας δυσφορίας τους, αλλά έχασε και το ίδιο σε απόλυτους αριθμούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του τελευταίου χρόνου το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη ακολούθησε την ίδια τακτική σε σημείο που να αναφέρεται ως ουρά του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως υπερβολή, δεδομένου ότι υπήρξαν προτάσεις από την πλευρά της Χαριλάου Τρικούπη, που χάθηκαν όμως στην… τρικυμία που επικρατούσε στο κόμμα από τις παλινωδίες σε εμβληματικές μεταρρυθμίσεις που η σημερινή κυβέρνηση προώθησε.
Το θέμα των μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων και η επιστολική ψήφος είναι δύο εκ των εμβληματικών μεταρρυθμίσεων που το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη βρέθηκε να ακολουθεί τον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη. Είναι ενδεικτικές περιπτώσεις των ζητημάτων που ανέκυψαν στο ΠΑΣΟΚ την προηγούμενη περίοδο. Προεκλογικά, δε, ακολούθησε πολιτική άμεσα συνδεδεμένη με την καταστροφολογία και τη λογική της θυματοποίησης. Αυτή η τακτική απορρίφθηκε πανηγυρικά. Οπότε τι νέο θα κομίσει στην πολιτική σκηνή εάν επανεκλεγεί. Το ζήτημα δεν είναι προσωπικό. Δεν γίνεται κάποια κριτική σε ένα πρόσωπο για το ποιόν του. Αφορά την πολιτική και κυρίως τα δρώμενα σε ένα κόμμα που εξακολουθεί να δηλώνει κόμμα εξουσίας. Μόνο που πλέον και αυτή η… δήλωση δείχνει να χάνει το δρόμο της. Δείχνει να δημιουργούνται κίνδυνοι που θυμίζουν άλλες εποχές, όταν κόμματα χάνονταν μέσα από τις πολιτικές εξελίξεις και τις αλλαγές που έφερνε ο χρόνος.
Η Μεταπολίτευση ήταν κομβικό σημείο. Το παράδειγμα του Ζίγδη με την ΕΔΗΚ, του κόμματος που έμεινε κόμμα-σφραγίδα, δεν θα μπορούσε βέβαια να αντιπαρατεθεί στα σημερινά δρώμενα.
Μόνο που σε κάποιο σημείο και μετά τα υπό διαμόρφωση δεδομένα ξεπερνούν τους μέχρι τώρα πρωταγωνιστές. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα στην πολιτική είναι η στιγμή. Αν χαθεί ,τότε μετατρέπεται κανείς σε παρακολούθημα των εξελίξεων, καθιστώντας σε βάθος χρόνου αδύνατη οποιαδήποτε ανάταξη.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»