Κατά καιρούς έχει γίνει από σύνθημα μέχρι... μπαμπούλας. Ο λόγος για την περιβόητη αξιολόγηση στο Δημόσιο, που αντί να αποτελεί στόχο όλων των κυβερνήσεων και των κομμάτων έχει μετατραπεί σε πεδίο ιδεολογικών συγκρούσεων.

Αποτέλεσμα να την ακούμε χρόνια, να τη συζητάμε άλλα τόσα και στο τέλος της ημέρας να μην αλλάζει τίποτε, παρότι η κοινωνία τη ζητά χρόνια.

Και κάτι που είναι αυτονόητο στον ιδιωτικό τομέα, να θεωρείται μεταρρύθμιση, και μάλιστα με συμβολικά χαρακτηριστικά όταν αναφερόμαστε στους δημοσίους υπαλλήλους που μέσω των συνδικαλιστικών οργάνων τους και με την κάλυψη πολιτικών κομμάτων, είτε επιχειρούν την υποβάθμιση της όποιας προσπάθειας είτε τη δαιμονοποιούν μόνο και μόνο για να καλύψουν κάποιους που συνήθως αποτελούν την εκλογική τους πελατεία.

Φαίνεται όμως πως το θέμα τα τελευταία χρόνια έχει πάψει να θεωρείται ταμπού και η κυβέρνηση, πέρα από την ψήφιση του νόμου, έχει αποφασίσει να προχωρήσει στην εφαρμογή της αξιολόγησης στην πράξη με στόχο το Δημόσιο και οι υπάλληλοι του να αξιολογούνται όπως συμβαίνει με δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους.

Παράλληλα, η κυβέρνηση κάνει ένα ακόμη βήμα και δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να βαθμολογούν οι ίδιοι τις δημόσιες υπηρεσίες, μέσω του axiologisi.ypes.gov.gr. Είναι μια διαδικασία που γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και τρέχει παράλληλα με τις διαδικασίες εσωτερικής αξιολόγησης των υπηρεσιών και των υπαλλήλων που καθορίζονται από το 2023. Τα αποτελέσματα της διαδικασίας θα δημοσιοποιηθούν, αποτελώντας έναν χρήσιμο οδηγό για να βελτιωθεί το κράτος τόσο σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης όσο και τοπικής αυτοδιοίκησης.

Σκοπός αυτών των προσπαθειών, όπως υποστηρίζουν από την κυβέρνηση, δεν είναι η τιμωρία αλλά η βελτίωση. Στόχος, όπως έχει τονίσει ο πρωθυπουργός, είναι το Ελληνικό Δημόσιο να υπηρετεί τους πολίτες και όχι τον εαυτό του. Με αυτήν τη φιλοσοφία εξετάζεται στην προσεχή αναθεώρηση του συντάγματος να ενταχθεί σχετικό άρθρο που θα αναφέρεται στην αξιολόγηση αλλά και στην ποινή ακόμη και απόλυσης όποιου δημοσίου υπαλλήλου την αρνείται επί μονίμου βάσεως για «ιδεολογικούς λόγους».

Να σημειώσουμε ήδη ότι αξιολόγηση υπάρχει και, σύμφωνα με τον νόμο 4823/2021, θα έπρεπε να εφαρμόζεται στους εκπαιδευτικούς, ενώ με τον νόμο 4940/2022 «Σύστημα στοχοθεσίας, αξιολόγησης και ανταμοιβής για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, ρυθμίσεις για το ανθρώπινο δυναμικό του δημοσίου τομέα και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 112), καθιερώνεται ένα νέο ενιαίο και σύγχρονο πλαίσιο για την εφαρμογή της αξιολόγησης και της στοχοθεσίας με έμφαση στην ανάπτυξη και βελτίωση των απαραίτητων δεξιοτήτων για την εκπλήρωση των στόχων της οργανικής μονάδας.

Γόρδιος δεσμός που θα κοπεί

Η κυβέρνηση, παρόλο που είχε ψηφίσει τους παραπάνω νόμους, στην πράξη δεν έχει φροντίσει για την εφαρμογή τους και καλείται τώρα να λύσει τον γόρδιο δεσμό χρόνων και να κάνει το επόμενο βήμα για τη λειτουργία ενός νέου τύπου δημοσίου τομέα, που θα αξιολογούνται πρόσωπα αλλά και δομές.

Από την άλλη, ΣΥΡΙΖΑ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις ετοιμάζονται ξανά να συγκρουστούν με την κυβέρνηση τασσόμενες στο πλευρό του βαθέος κράτος, ενώ το ΠΑΣΟΚ, αν και συμφωνεί θεωρητικά με την αξιολόγηση, στην πράξη και σε αυτό το θέμα δεν ξεκαθαρίζει τη θέση του.

Το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να συγκρουστεί με τις νοοτροπίες του βαθέος κράτους και να προχωρήσει στην υλοποίηση των ψηφισμένων από εκείνη νόμους. Στην υπό επεξεργασία ρύθμιση προβλέπεται ότι όσοι αρνηθούν την αξιολόγηση στο Δημόσιο θα βρίσκονται αντιμέτωποι με κλιμακούμενες ποινές.

Στην πρώτη άρνηση θα προβλέπεται στέρηση έως δύο μισθών και σε περίπτωση υποτροπής θα προβλέπεται η παραπομπή του υπαλλήλου για οριστική απόλυση από το Δημόσιο. Ουσιαστικά, η άρνηση της αξιολόγησης θα προστεθεί στα πειθαρχικά παραπτώματα που μπορεί να επιφέρουν και σήμερα ποινή απόλυσης.

Δεν είναι εξάλλου τυχαία η αναφορά που είχε κάνει ο πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο υπουργείο Παιδείας πως «ειδικά για την κατηγορία εκείνων των εκπαιδευτικών που αρνούνται να αξιολογηθούν (...) εάν κάποιος αρνείται επί της αρχής να αξιολογηθεί, δεν πρέπει να έχει θέση στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης».