Κανείς δεν πιστεύει ότι πρέπει να γυρίσουμε στην εποχή της… Πλατείας Κλαυθμώνος. Τότε που κάθε αλλαγή κυβέρνησης σηματοδοτούσε χιλιάδες απολύσεις υπαλλήλων του δημόσιου τομέα που δεν ανήκαν στον ίδιο κομματικό χώρο της εκάστοτε κυβέρνησης.

Αποτέλεσμα να συγκεντρώνονται οι απολυμένοι στην Πλατεία Κλαυθμώνος, ενώ τα δάκρυά τους και οι οδυρμοί τους εξαιτίας της απόλυσής τους «βάπτισαν» και τη συγκεκριμένη πλατεία. Από εκείνη την εποχή άλλαξαν πολλά.

Ήρθε η μονιμότητα να βάλει τέλος στο δράμα μιας ολόκληρης εποχής που δεν είχε τέλος, αλλά ακολούθησε ένα νέο δράμα, καθώς η Πολιτεία πήγε να θεραπεύσει ένα πρόβλημα και στη συνέχεια δημιούργησε ένα νέο: το Δημόσιο μεταμορφώθηκε από τη μια σε ιερή αγελάδα, την οποία κανείς δεν τολμούσε διαχρονικά να την αγγίξει, και από την άλλη έγινε το ιερό τοτέμ των κάθε λογής Μαυρογιαλούρων που, μέσω των διορισμών που έκαναν, εξασφάλιζαν την επανεκλογή του κόμματος και, φυσικά, των υπουργών και των βουλευτών που είχαν… άκρες στο σύστημα και διόριζαν από τις πόρτες και τα παράθυρα.

Όσοι γνωρίζουν την πολιτική ιστορία του τόπου θυμούνται την ένδοξη εποχή των «πρασινοφρουρών» του 1981 που με ένα χαρτί από την… κλαδική έμπαιναν κατά χιλιάδες στο Δημόσιο.

Η κατάσταση ήταν τέτοια, που σε πολλές υπηρεσίες όχι μόνο δεν έφταναν τα γραφεία, αλλά ούτε οι καρέκλες για να καθίσουν. Το πρόσχημα τότε ήταν να αλλάξουν οι ισορροπίες του μετεμφυλιακού κράτους της «Δεξιάς» που λειτουργούσε στο Δημόσιο. Αλλά από εκείνο το σημείο περάσαμε στην άλλη πλευρά του φεγγαριού, που το κράτος παραδόθηκε σε όσους είχαν πιστοποιητικό φρονημάτων από τις κλαδικές.

Οι ιστορίες των «δικών μας παιδιών» θα μπορούσαν να γεμίσουν τόμους της ιστορίας της δημόσιας διοίκησης. Και εκτός από τον αριθμό των υπαλλήλων που αβγάτιζε κάθε τετραετία και ιδιαίτερα πριν από τις εκλογές, περάσαμε στους υπαλλήλους που δεν «ακουμπάμε» γιατί πολύ απλά κανείς δεν φεύγει από το Δημόσιο ό,τι και να κάνει. Χαρακτηριστικές ήταν οι περιπτώσεις καταδικασμένων, που ήταν στις φυλακές και εισέπρατταν κανονικά τον μισθό τους.

Ο απόλυτος παραλογισμός, θα μου πείτε, αλλά οι Μαυρογιαλούροι δεν ήθελαν με τίποτε να χάσουν την εκλογική τους πελατεία. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να γίνει μια νομοθετική ρύθμιση, ώστε να πάψουν να μισθοδοτούνται οι τελεσίδικα καταδικασμένοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι άλλαξαν οι νοοτροπίες και η κουλτούρα που κυριαρχούσε και στις σχέσεις των κομμάτων με το κράτος.

Ακόμη και οι «θεσμοί» εντυπωσιάστηκαν από τις σχέσεις που είχαν δημιουργηθεί, και οι απόπειρές τους να περιορίσουν το κράτος ή να βάλουν έναν φραγμό στις προσλήψεις πέρασαν από σαράντα κύματα. Ίσως ήταν το μέτωπο που άντεξε ακόμη και στα πιο δύσκολα χρόνια των μνημονίων. Ακόμη και τότε η νοοτροπία που ο αείμνηστος Κώστας Βουτσάς σε μια από τις δεκάδες του ταινίες είχε περιγράψει με τη φράση «έτσι και τρούπωσα, τρούπωσα» ή του βουλευτή Καλοχαιρέτα που μιλούσε από κομμένο τηλέφωνο και «τακτοποιούσε» προβλήματα, εξακολουθούσε να είναι κυρίαρχη, μετά από τόσα χρόνια.

Τώρα η κυβέρνηση αποφάσισε να συγκρουστεί με αυτήν τη νοοτροπία με σημαία τη λέξη-κλειδί: Αξιολόγηση. Μια λέξη που το άκουσμά της και μόνο αποτελεί κόκκινο πανί για τους συνδικαλιστές και τις σκληρές ομάδες των υπουργείων. Αυτός είναι και ο λόγος που πληθαίνουν οι εισηγήσεις στον Κυριάκο Μητσοτάκη, στην αναθεώρηση του συντάγματος, να μπει ένα πλαίσιο στο θέμα που αφορά τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων όταν υποπίπτουν σε συγκεκριμένα παραπτώματα.

Ένα από αυτά θα είναι και η άρνησή τους να αξιολογηθούν. Αυτή η κίνηση θεωρείται από το Μαξίμου κορυφαία μεταρρύθμιση και κάποιοι εκτιμούν ότι είναι το επόμενο βήμα του ΑΣΕΠ, που λειτούργησε σε γενικές γραμμές ως κυματοθραύστης των Μαυρογιαλούρων.

Εκείνοι βρήκαν, βέβαια, καταφύγιο στην τεχνική των συμβασιούχων, που, με πρόσχημα την ταχύτητα στην πρόσληψή τους, έγινε η νέα μορφή σχέσεων κράτους-κόμματος από τη μια και της νοοτροπίας της «ομηρίας» ψηφοφόρων από την άλλη. Για αυτό και θα έχει ενδιαφέρον όχι μόνο το πώς θα φέρει τη συνταγματική μεταρρύθμιση η κυβέρνηση αλλά και το ποια κόμματα θα τη στηρίξουν.