Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχει καταφέρει κάτι μοναδικό: να μετατρέψει τον δημόσιο πολιτικό λόγο σε έναν διαρκή μηρυκασμό προσωπικών εμμονών, θεσμικής ασέβειας και λαϊκιστικής χολής. Από άλλοτε πρόεδρος της Βουλής, υποτίθεται θεματοφύλακας του κοινοβουλευτικού πολιτισμού, σήμερα λειτουργεί ως μόνιμος διασπορέας τοξικότητας, δημαγωγίας και υπονοούμενων. Μόνη αποστολή της, να σπιλώνει θεσμούς, πρόσωπα και μνήμες, σε ένα θέατρο σκιών όπου η ίδια παριστάνει τη μόνη «καθαρή».
Η τελευταία της έξαρση, στην οποία χαρακτήρισε τη μετονομασία αίθουσας της Βουλής σε «Παύλος Μπακογιάννης» ως «τελευταίο ρουσφέτι» του Τασούλα προς τον Μητσοτάκη, συνιστά όχι απλώς πολιτική απρέπειας — αλλά θεσμική αθλιότητα. Χρησιμοποιεί ακόμη και τους νεκρούς για να χτίσει το αφήγημά της. Βάζει στο ζύγι δολοφονίες για να καταλήξει ότι δεν της αρέσουν τα επώνυμα της οικογένειας Μητσοτάκη. Στην πραγματικότητα, η Κωνσταντοπούλου δεν ενδιαφέρεται για τη μνήμη του Γρηγόρη Λαμπράκη — ενδιαφέρεται μόνο για τη δική της προβολή.
Αυτό όμως που προκαλεί μεγαλύτερη απορία είναι η στάση του Νίκου Ανδρουλάκη. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δώσει το στίγμα της «αντι-διπολικής σύνθεσης», έχει χρίσει την Κωνσταντοπούλου ισότιμη συνομιλήτρια στο πολιτικό πεδίο. Την εντάσσει στις «προοδευτικές δυνάμεις», της ανοίγει μικρόφωνα και της προσφέρει θεσμικό κύρος που ουδέποτε άξιζε. Με την επιλογή του αυτή, ο Ανδρουλάκης νομιμοποιεί τον πολιτικό κυνισμό, την ακραία ρητορική και την παλαιοκομματική λογική της λάσπης.
Η πολιτική δεν είναι reality show, ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι. Όταν όμως επικεφαλής κόμματος και πρώην πρόεδρος της Βουλής λειτουργεί με όρους τηλεδικείου, αήθους σαρκασμού και εμπάθειας, τότε το πρόβλημα δεν είναι μόνο δικό της. Είναι συστημικό. Και όσο η κεντροαριστερά χαριεντίζεται με την Κωνσταντοπούλου, τόσο υπογράφει τη δική της θεσμική αποσύνθεση.
Στον πολιτικό πυθμένα δεν φτάνεις μόνος σου. Χρειάζεσαι συνεργάτες. Και η Ζωή έχει πιάσει φτυάρι από καιρό με τις ευλογίες του Ανδρουλάκη.