Κανονικά στο δεύτερο μισό της δεύτερης τετραετίας μιας κυβέρνησης, ένα μότο τύπου «ζητείται ελπίς» θα έπρεπε να κυριαρχεί, αλλά είτε σε κάποιους αρέσει είτε όχι, ο Μητσοτάκης τα έχει καταφέρει έτσι που η ατμόσφαιρα μυρίζει «ζητείται αντιπολίτευση».

Στην Ελλάδα του 2025, η έννοια της «αντιπολίτευσης» μοιάζει περισσότερο με σκηνικό παρά με θεσμικό ρόλο. Κόμματα που άλλοτε διεκδικούσαν πολιτική ουσία, σήμερα αρκούνται σε μια αντιπολίτευση ευκαιρίας – χωρίς σχέδιο, χωρίς όραμα, χωρίς κατεύθυνση. Ο δημόσιος διάλογος έχει μετατραπεί σε θόρυβο, ένα χάος όπου η καταγγελία υποκαθιστά τη λύση και το συναίσθημα την πολιτική.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εργαλειοποίηση του ανθρώπινου πόνου. Αντί για προτάσεις, βλέπουμε μια φάμπρικα αντιπολίτευσης που στήθηκε πάνω στα Τέμπη – μια τραγωδία που χρησιμοποιείται ως πολιτικό όπλο και ως μέρος μιας επικοινωνιακής στρατηγικής, που στόχο έχει όχι τη δικαίωση, αλλά την εκμετάλλευση της οργής.

Την ίδια στιγμή, τα ίδια τα κόμματα της αντιπολίτευσης αδυνατούν να συνεννοηθούν ακόμη και μεταξύ τους. Μικροκομματικά συμφέροντα, προσωπικές φιλοδοξίες και εσωτερικές συγκρούσεις ακυρώνουν κάθε πιθανότητα σοβαρής εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης, και περισσότερο σαν απειλή μοιάζει η εξουσία στα χέρια τους - σε καμία πάντως περίπτωση ελπίδα.

Μέσα σε αυτό το πολιτικό κενό, η μόνη σταθερά παραμένει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Είτε αρέσει είτε όχι όπως έγραψα και στην αρχή, είναι ο μόνος που διαθέτει σχέδιο, συνέπεια, και την ικανότητα να διατηρεί τη χώρα σε πορεία κανονικότητας. Σε μια εποχή όπου η αντιπολίτευση χτίζει πάνω στον πόνο, η υπευθυνότητα μοιάζει πιο πολύτιμη από ποτέ.