Παρά το πρόσφατο ενδιαφέρον των παρατηρητών αναφορικά με την κατάσταση των σχέσεων μεταξύ των ηγεμονικών χωρών, η γενική εξέλιξη της διεθνούς πολιτικής διαμορφώνει μια σχετικά αισιόδοξη εντύπωση

του Έρολ Ούσερ* 

Πρωτίστως, επειδή το ερώτημα σχετικά με το πόσο κοντά είναι οι παγκόσμιες υπερδυνάμεις σε μία καινούργια προσέγγιση και αντίληψη της πραγματικότητας αποκτά όχι μόνο θεωρητικές αλλά και πρακτικές διαστάσεις. Αυτό ισχύει, φυσικά, για τις ΗΠΑ, οι οποίες δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει το γεγονός οτι η διεθνής τάξη μπορεί να είναι το προιόν όχι μόνο των δικών τους δυνατοτήτων , αλλά στην αναγνώριση της δύναμης και των άλλων παγκοσμίων παικτών. Ομως, ακόμη και η παραδοχή της ιδέας οτι η εξωτερική πολιτική της Δημοκρατικής διοίκησης είναι ένα παιχνίδι τακτικής, μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μίας πιο επαρκούς σύγκρισης ανάμεσα στην άποψη των Ηνωμένων Πολιτειών και στην άποψη σχετικά με αυτή.

Παρά το γεγονός οτι η ρητορική της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμενων Πολιτειών συχνά παραμένει βασισμένη σε ψευδαισθήσεις, οι πράξεις της Αμερικανικής κυβέρνησης συχνά συνάδουν με τις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Σε περίπτωση που η νέα διεθνής τάξη αποκτήσει μία σχετικά σταθερή μορφή, η μοναδικότητά της θα αποδείξει οτι δεν είναι το αποτέλεσμα συμφωνίας ανάμεσα στους νικητές. Ταυτόχρονα, όπως και στις δύο προηγούμενες τάξεις-ακολουθώντας τη διάσκεψη της Γιαλτα και την μετα Σοβιετικής Ενωσης προοδευτική-αυτή η τάξη θα υπάρχει στη σκιά ενός μόνιμου ψυχρού πολέμου ανάμεσα στις υπερδυνάμεις. Επιπλέον,  θα περιλαμβάνει εντελώς μοναδικά χαρακτηριστικά, κληρονομώντας τα απο την προηγούμενη ιστορική γεποχή ή χαρακτηριστικά που θα συνδέονται με τα καινούργια τεχνολογικά επιτεύγματα.

Πρώτα απο όλα μπορούμε να μιλήσουμε για τη διατήρηση της τακτικής των μόνιμων συμμαχιών και τη διαίρεση του κόσμου κατα μήκος των γραμμών πληροφοριών, επικοινωνίας και τεχνολογίας. Την ίδια στιγμή, όπως ίσως κάποιος ελπίζει, και οι δύο θα μπορούσαν να γίνουν εργαλείο για μία ήπια αποσυναρμολόγηση της παγκοσμιοποίησης όπως την έχουμε συνηθίσει τα τελευταία τριάντα χρόνια. Πρόσφατα, η κατάσταση της διεθνούς πολιτικής μας έχει πραγματικά δώσει λόγους να σκεφτούμε οτι η επιθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δύσης, σα σύνολο, να ανακτήσουν την κυριαρχία τους έχει αρχίσει να φθίνει.

Καταρχάς αυτό επιβεβαιώνεται απο την εξάπλωση των μέτρων μονομερούς οικονομικής πίεσης( οι ονομαζόμενες ρήτρες)και εμπορικών πολέμων. Η συνεχώς αυξανόμενη χρήση τους απο τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους και της προνομιακής θέσης τους στην παγκόσμια οικονομία ως πηγή δύναμης αποδεικνύει μια απώλεια πεποίθησης σχετικά με τις προοπτικές για τη δική τους ηγεμονία. Αυτή η ηγεμονία, αναφορικα με τις δυνάμεις, η στρατιωτική νίκη έναντι της οποίας είναι αδύνατη εξαιτίας των πυρηνικών όπλων, θα ήταν εφικτή μόνο σε περιβάλλον συνεργασίας και θεσμοποίησης των σχέσεων. Αλλά, η άρνηση να συνεργαστιύν καθώς και η καταστροφή των θεσμών της παγκοσμιοποίηση συνεπάγονται, πρωτίστως την αποκήρυξη των προοπτικών για ηγεμονία.

Ως εκ τούτου, μια εμπεριστατωμενη έρευνα του προβλήματος και των χαρακτηριστικών της τακτικής των ονομαζόμενων κυρώσεων θα μπορούσε να συμπληρωθεί από μια ανάλυση του πώς αυτό αντανακλά τη γενική εξέλιξη τψν διεθνών σχέσεων. Στην πραγματικότητα, μέτρα τα οποία υπονομεύουν την παγκοσμιοποίηση δηλώνουν μια προθυμία να θυσιαστεί η πιθανότητα να επιτευχθεί με κάποιον τρόπο που θα είναι επωφελής για τη μία πλευρά. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δύση προσπαθούν να κερδίσουν μονομερή οφέλη.

Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί καλό σημάδι, μία κίνηση προς μία διεθνή τακτική εξισορρόπησης της δύναμης, η οποία δεν υπονοεί την άνευ όρων κυριαρχία μίας ομάδας δια της βίας. Αυτό είναι κάτι για το οποίο η Ρωσική διπλωματία επιμένει εδώ και χρόνια, καθώς μπορεί να γίνει η βάση για εποικοδομητικές σχέσεις ανάμεσα στις δυνάμεις. Υπό αυτή την έννοια , ήδη είναι λογικό να εικάζουμε τι χαρακτηριστικά θα έχει η δομή του κόσμου σε λίγα χρόνια. Πρώτα από όλα,  η καινούργια τάξη δε θα μπορεί να είναι μια επανάληψη ¨΄της συναυλίας¨΄των δυνάμεων γνωστής σε εμάς απο τον δέκατο ένατο αιώνα, ακόμα και στην επεξεργασμένη μορφή της. Επειδή η Ανεξαρτησία πολλών , μεγάλων και σημαντικών πολιτειών θα παραμείνει περιορισμένη λόγω της κατάστασης των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και τέτοιες σχέσεις θα αποδυναμωθούν. Αν στην περίπτωση της Ευρώπης είναι πιθανό να μιλάμε για σχετική στρατηγική αυτονομία, τότε για την Κίνα ο φόβος είναι τόσο μεγάλος που παραλύει κάθε δυνατότητα.

Το Τόκυο θα έπρεπε αλλιώς να παίξει σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια πολιτική. Αλλά τέτοιες χώρες όπως η Γερμανία ή η Γαλλία, αν και τώρα μπορουν να υπερασπίσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα, μέσα στην κοινή χορωδία των συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών, στο κοντινό μέλλον θα αντιμετωπίσουν τέτοιες αναταραχές που δε θα έχουν χρονο για ανεξαρτησία στην εξωτερική πολιτική τους. Στην πραγματικότητα μόνο τρείς δυνάμεις είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν τη διεθνή ισορροπία της πολιτικής των δυνάμεων-οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία και η Κίνα. Πρώτα από όλα διότι οι ικανότητές τους με τον έναν τρόπο ή τον άλλο , εξαλείφουν την ανάγκη να έχουν συμμάχους στους  οποίου υπό άλλες συνθήκες θα βασίζονταν.

Ακόμα και η Κίνα. η οποία στρατιωτικά είναι πιο αδύναμη από τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι πολύ μεγάλη για να έχει συμμάχους. Ως εκ τούτου είναι τώρα πολύ δύσκολο να φανταστεί κάποιος ποιές χώρες, πέραν αυτών των τριών, θα μπορούσαν στο μέλλον να διαμορφώσουν μία επίσημη ή ανεπίσημη δομή στη διεθνή διακυβέρνηση. . Δεύτερον, οι σχέσεις ανάμεσα στις δυνάμεις πιθανότατα δε θα απαλλαγούν ποτέ από κανενός είδους προστριβέςΑυτό θα είναι το αποτέλεσμα της συνεχούς τους επιθυμίας να δοκιμάζουν τα όρια των δικών τους δυνατοτήτων. Ηδη τώρα μπορούμε να μετρήσουμε πολλές γεωγραφικές ζώνες όπου η Ρωσία, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν άμεσα ή έμμεσα να έρθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους η οποία κάυε φορά θα κλιμακώνεται σε πιο σοβαρή διαμάχη , Σε συνθήκες όπου μία διαμάχη, αμοιβαίες κυρώσεις ή τοπικοί πόλεμοι γίνονται μέρος της διπλωματικής πολιτικής. Θα ήταν αφελές να υποθέσουμε την πιυανότητα μόνιμων λύσεων.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο βλέπουμε ήδη πολύ πειστικές προσπάθειες να εφιστήσουν την προσοχή των κυβερνήσεων των ισχυρών κρατών στην ανάγκη για πιο σταθερή προσέγγιση στο θέμα της διαχείρισης ανάμεσα σε αυτές και στη δημιουργία κανόνων του παιχνιδιού σε ένα περιβάλλον όπου ο ανταγωνισμός και οι συγκρούσεις είναι κομμάτι των καθημερινών σχέσεων.

Τρίτον, η δυναμική της σπουδαιότητας των μέτριων δυνάμεων όπως η Τουρκία , το Ιραν, η Ιαπωνία ή η Σαουδική Αραβία παραμένει αβέβαιη. Απέναντι στο υπόβαθρο της πτώσης της ελεύθερης τάξης πραγμάτων, αυτές οι χώρες μπόρεσαν να αυξήσουν πολύ σημαντικά τη δική τους σπουδαιότητα στην πολιτική των δυνατότερων παικτών και πρακτικά άφησαν τη σκιά τους. Αλλά είναι εντελώς άγνωστο πόσο πολύ θα διαρκέσει η επιτυχία τους μέσα σε νέες συνθήκες. Δε μπορούμε να αποκλείσουμε ότι καθώς διαμορφώνεται η νέα τάξη το περιθώριο διορθωτικών κινήσεων και η ικανότητα αυτών των κρατων να υπερασπιστούν τη σπουδαιότητά τους, τα συμφέροντά τους και τις αξίες τους σταδιακά θα φθίνει. Εν κατακλείδι, μια διεθνής τάξη βασισμένη σε μια ισορροπία δυνάμεων θα επηρρεάζεται ακόμα από τις ιδεολογικές διαφορές σχετικά με την εσωτερική ανάπτυξη των κυρίων συμμετεχόντων.

Μέχρι τώρα, αυτές οι διαφορές εμφανίζονται σε μία κατά κάποιο τρόπο αλλόκοτη μορφή, όπως για παράδειγμα, η ιδέα μιας ¨΄συμμαχίας δημοκρατιών΄¨που προωθείται απο την Αμερικανική διοίκηση. Αλλά στο μέλλον, οι διαφορές σε βασικά θέματα ίσως αποδειχθούν να είναι όχι μόνο ένας παράγοντας στην πολιτική δυνάμεων, αλλά επίσης να έχουν εναν πιο θεμελιωτικό χαρακτήρα. Μέχρι τώρα, μπορούμε να κατανοήσουμε τις ιδεολογικές πλοκές, σύμφωνα με τις οποές υπάρχει μία ασυμφωνία ανάμεσα στις δυτικές χώρες και τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, σχετικά με τους αγώνες και τις προσπάθειες για δύναμη, όπου η κάθε μία αναζητά να κυριαρχήσει και με τη βία και σεβόμενη τα ήθη.

Ομως, αν στο μέλλον οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη πραγματικά βιώσουν μια αναδιάρθρωση των κοινωνιών σε σύγκριση με την εποχή της Αναδιαμόρφωσης, τότε οι απόψεις για τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους στη Δύση και στην Ανατολή ίσως αποδειχτούν να είναι εντελώς αντίθετες. Μέχρι τώρα ακόμα μοιάζει με υποπροιόν της γενικής κρίσης του υπάρχοντος μοντέλου της παγκόσμιας οικονομίας. Είναι σίγουρα πολύ νωρίς τώρα να κάνουμε εικασίες για το πώς θα είναι η νέα τάξη. Αλλά οι διαδικασίες και τα φαινόμενα τα οποία παρατηρούνται μας πείθουν οτι θα είναι πολύ πιο ευέλικτη, ελεύθερη και ταυτόχρονα πιο συγκρουόμενη από οτι θα θέλαμε ως προς την προσκόλληση στις μόνιμες καταστάσεις,


*O Έρολ Ούσερ (Erol User) είναι πρόεδρος και CEO της USER HOLDİNG. Επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος, πρόκειται έναν από τους καινοτόμους παίκτες της επιχειρηματικής τουρκικής σκηνής. Η USER HOLDİNG είναι επενδυτική τραπεζική εταιρεία που προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες τόσο σε τουρκικές όσο και διεθνείς εταιρείες.