Τελευταία, όλο και πιο συχνά επαναφέρουν κάποιοι στον δημόσιο διάλογο μια ιδέα που μοιάζει με πολιτικό ανέκδοτο: την πιθανή «επιστροφή» του Αλέξη Τσίπρα στο προσκήνιο, ως δήθεν εναλλακτική επιλογή εξουσίας. Για κάποιους αυτό ακούγεται σαν προοπτική. Για τους περισσότερους μοιάζει σαν κακόγουστο déjà vu.
Διότι το να περιμένεις τον Τσίπρα να επιστρέψει ως λύση για την Ελλάδα είναι σαν να ελπίζεις ότι το PowerPoint του Βαρουφάκη θα γίνει οικονομικό σχέδιο. Σαν να νομίζεις πως ο ΕΝΦΙΑ θα καταργηθεί «με έναν νόμο κι ένα άρθρο» ή ακόμα σαν να περιμένεις τον Πολάκη να μιλήσει θεσμικά. Όλα αυτά έχουν κοινό στοιχείο: αφορούν μια νοσταλγία που αγνοεί την πραγματικότητα.
Η πραγματικότητα είναι απλή: ο Αλέξης Τσίπρας κυβέρνησε, έδωσε τις εξετάσεις του και απέτυχε. Και δεν απέτυχε απλώς επειδή έτυχε να διαχειριστεί μια δύσκολη συγκυρία. Απέτυχε γιατί στήριξε την πορεία του πάνω στο ψέμα, στον λαϊκισμό και στον διχασμό. Από το δημοψήφισμα-φιάσκο του 2015 μέχρι τη βαριά φορολογία που στραγγάλισε τη μεσαία τάξη, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν άφησε πίσω του πρόοδο, αλλά ένα πικρό μάθημα για το πόσο κοστίζει η ανευθυνότητα όταν βαφτίζεται «ελπίδα».
Κι όμως, σήμερα δεν είναι μόνο κάποιοι νοσταλγοί που μιλούν για «επιστροφή». Είναι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας που προωθεί το σενάριο της προσωπικής επανεμφάνισής του, σαν να μη μεσολάβησαν εκλογικές ήττες, διαψεύσεις και η φθορά της εξουσίας. Μόνο που το ερώτημα δεν είναι αν εκείνος θέλει να επιστρέψει, αλλά αν η κοινωνία έχει την παραμικρή διάθεση να γυρίσει πίσω.
Και εδώ η απάντηση είναι σαφής. Τι ακριβώς θα επέστρεφε; Ο πολιτικός που υποσχέθηκε «σκίσιμο μνημονίων» και υπέγραψε το τρίτο και βαρύτερο; Ο ηγέτης που διακήρυττε «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» και επέβλεψε πλειστηριασμούς; Ο πρωθυπουργός που προωθούσε τον θεσμικό εκτροχιασμό ως «δημοκρατική τόλμη»; Αν αυτό είναι η «εναλλακτική εξουσία», τότε η χώρα δεν έχει τίποτα να περιμένει πέρα από μια επανάληψη του ίδιου έργου – μόνο που αυτή τη φορά ούτε καν η περιέργεια του καινούργιου δεν θα υπάρχει.
Η συζήτηση για τον Τσίπρα μοιάζει περισσότερο με σύμπτωμα της αδυναμίας της αντιπολίτευσης να ανασυγκροτηθεί. Η έλλειψη σοβαρής πρότασης, η απουσία θεσμικού βάθους και η μόνιμη παγίδα του εσωκομματικού μικροκομματισμού οδηγούν μερικούς να νοσταλγούν τον «ηγέτη που τουλάχιστον κέρδιζε εκλογές». Μόνο που η νίκη στην κάλπη δεν αρκεί όταν συνοδεύεται από ήττα στη διακυβέρνηση.
Η χώρα έχει προχωρήσει. Οι πολίτες έχουν προχωρήσει. Η κοινωνία σήμερα δεν ζητάει νέους σωτήρες, ούτε χαρισματικούς δημαγωγούς. Ζητάει σοβαρότητα, θεσμική συνέχεια και ρεαλιστικά σχέδια για το μέλλον. Κι αν κάτι απέδειξε η «πρώτη φορά Αριστερά» είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αντέξει δεύτερη φορά τα ίδια λάθη.
Η «επιστροφή Τσίπρα» είναι ένα αφήγημα που αναπαράγεται κυρίως από εκείνον τον ίδιο και απ’ όσους δεν μπορούν να φανταστούν τίποτα καλύτερο. Δεν είναι προοπτική, είναι ομολογία αδιεξόδου. Όπως δεν περιμένεις ποτέ να δεις την ΕΡΤ της δεκαετίας του ’80 να βγάζει τον νέο Σκορσέζε, έτσι δεν μπορείς να περιμένεις ότι μια πολιτική που έχει ήδη δοκιμαστεί και αποτύχει θα αναστηθεί ως λύση.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να γυρίσει πίσω. Δεν έχει χρόνο να σπαταλήσει σε πειράματα που δοκιμάστηκαν και έκαψαν την κοινωνία. Αν κάτι χρειάζεται, είναι σοβαρή αντιπολίτευση που θα πιέζει δημιουργικά την κυβέρνηση, θα προτείνει και θα διορθώνει. Όχι την ανακύκλωση μιας ηγεσίας που έζησε από την ψευδαίσθηση και παρέδωσε πικρή πραγματικότητα.
Όσοι, λοιπόν, περιμένουν την «επιστροφή» μπορούν να σταθούν στην αποβάθρα όσο θέλουν. Αλλά το τρένο έχει φύγει – κι ο ίδιος μπορεί να συνεχίσει να το διαφημίζει, αλλά δεν πρόκειται να περάσει ξανά.

*Ο Βασίλης Τσιατσιάμης είναι σύμβουλος Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων