Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια Αριστερά που ακόμα πίστευε σε ελπίδες και όχι σε αυταπάτες ο Αλέξης Τσίπρας, το παιδί του λαού, κοίταξε προς Σφακιά μεριά και βρήκε τον δικό του πολιτικό Ράμπο: τον Παύλο Πολάκη.

Ο πρώην ΕΠΑΜίτης του Καζάκη, γιατρός στο επάγγελμα και σχολιαστής παντός καιρού στο Facebook, μετατράπηκε από πολιτικό ελεύθερο σκοπευτή σε υπουργό πρώτης γραμμής — με προσωπική υπογραφή Αλέξη.

Από κει και πέρα, το πράγμα κύλησε όπως κάθε ελληνική δραματική σχέση: με πίστη, υπερβάσεις, ουζάκια στην ακροθαλασσιά, καβγάδες, και συντροφικές μαχαιριές. Ο Τσίπρας έβαζε τα στήθια του μπροστά κάθε φορά που ο αψύς Σφακιανός άναβε φωτιές στο κόμμα, και ο Πολάκης απαντούσε με «μπινελίκια αγάπης» και αιχμές για το σύστημα. Ήταν σαν το Νίκο Ξανθόπουλο και τον Σιλβέστερ Σταλόνε σε σενάριο μερακλίδικης πολιτικής περιπέτειας, όπου τα λόγια πετάνε πιο γρήγορα κι από τις σφαίρες.

Κι ύστερα… ήρθε ο Κασσελάκης. Ο Τσίπρας, λένε οι κακές γλώσσες, έγνεψε εγκριτικά. Ο Πολάκης, ως πιστός στρατιώτης γεννημένος για τις δύσκολες αποστολές, πήρε πάνω του το project. Πίστεψε πως ο Στέφανος ήταν ο νέος μεσσίας με το iPad στο ένα χέρι και τον ΛΟΑΤΚΙ ακτιβισμό στο άλλο. Όμως αντί για ανάσταση, ήρθε πολιτική ανακοπή.

Και τώρα; Τώρα, ο Πολάκης μιλάει σαν πικραμένος πρώην: ζητάει από τον Αλέξη να «ξεκαθαρίσει» δημόσια αν θα φτιάξει νέο κόμμα, του κάνει παθητικοεπιθετικές δηλώσεις τύπου «δεν κάνει καλό αυτό που κάνεις» και βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ να τρέμει σαν καρέκλα σε εξοχικό με στραβό πλακάκι. Ο Τσίπρας σιωπά. Ίσως γιατί έχει ήδη κλείσει Airbnb για νέο πολιτικό εγχείρημα.

Μέχρι τότε, η σχέση των δύο θυμίζει ελληνική οικογένεια λίγο πριν το Πάσχα: όλοι χαμογελάνε στο τραπέζι, αλλά κρατάνε μαχαίρι. Και το αρνί… είναι το κόμμα.