Η επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στην επικαιρότητα μέσα από την 2η Διεθνή Διάσκεψη του προσωπικού του Ινστιτούτου μοιάζει περισσότερο με απόπειρα πολιτικής αυθυποβολής παρά με σοβαρή παρέμβαση. Ο πρώην πρωθυπουργός δείχνει να βρίσκεται εγκλωβισμένος σε έναν μονόλογο, στον οποίο εναλλάσσει τους ρόλους του θύματος, του τιμωρού και –φυσικά– του μοναδικού «προστάτη» της Δημοκρατίας. Όταν όμως οι θεσμοί μετατρέπονται σε σκηνικό αυτοεπιβεβαίωσης, το αποτέλεσμα χάνει κάθε πολιτική βαρύτητα.

Ο κ. Τσίπρας δεν επανέρχεται με θέσεις, αλλά με ενοχές — όχι για όσα έκανε, αλλά για το ότι δεν τον καταλαβαίνουμε. Η δημοκρατία του φαίνεται να περιορίζεται στα όρια των προσωπικών του πληγών και η κοινωνική δικαιοσύνη αναζητείται σε διακηρύξεις χωρίς αντίκρισμα. Δεν είναι απλώς ένας πολιτικός που αποσύρθηκε· είναι ένας πολιτικός που δεν αντέχει την αποδοχή της ήττας. Ό,τι δεν μπόρεσε να πει ο ελληνικός λαός στις κάλπες, επιχειρεί τώρα να το ψιθυρίσει ο ίδιος στο μικρόφωνο του συνεδρίου του.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, δεν παραβιάζεται εύκολα από τον λόγο. Όσο κι αν καταγγέλλει τη «δεξιά του αυταρχισμού», ο ίδιος αναπαράγει μια δική του εσωστρεφή αλαζονεία, όπου όλοι οι άλλοι φταίνε – πλην του εαυτού του. Καμία κριτική στη θητεία του, κανένα ερώτημα για τη στρατηγική κατάρρευση της Αριστεράς. Αντίθετα, μια εμμονική προσπάθεια να συντηρήσει το προσωπικό του αφήγημα, ακόμα και πάνω στα ερείπια του χώρου που ηγήθηκε.

Ίσως τελικά, αυτό που προσπαθεί να σώσει ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι η Δημοκρατία, αλλά η υστεροφημία του. Και όσο αυτή απομακρύνεται, τόσο φωνάζει. Μόνο που η πολιτική δεν είναι αμφιθέατρο — και οι πολίτες δεν χειροκροτούν από υποχρέωση.