ασφάλεια (η) 1. αυτή για την οποία δεν νοιάζεται κανείς «στην Ελλάδα η επιβολή του νόμου είναι ασφάλεια» 2. δικαίωμα χωρίς υποχρέωση «πώς να προοδεύσει μια χώρα της οποίας οι κάτοικοι έχουν εθιστεί στην ασφάλεια;»

Αν η Ελλάδα ήταν σοβαρή χώρα η εγκατάσταση μηχανισμών πυρόσβεσης θα ήταν υποχρεωτική για όποιον σκοπεύει να κατοικήσει μέσα ή δίπλα σε δάσος. Από την άλλη, αν η Ελλάδα ήταν σοβαρή χώρα θα είχε και σοβαρούς κατοίκους οπότε ο μηχανισμός πυρόσβεσης θα ήταν αυτονόητος για όποιον σκοπεύει να κατοικήσει μέσα ή δίπλα σε δάσος και η υποχρεωτικότητα χωρίς νόημα. Αλλά σε μια χώρα στην οποία πολλοί δικυκλιστές δεν φορούν κράνος, πολλοί οδηγοί και επιβάτες ΙΧ δεν φορούν ζώνες ασφαλείας, οι μηχανισμοί πυρόσβεσης στις οικίες που βρίσκονται σε δασικές περιοχές είναι πιο σπάνιοι κι από κλήση για παραβίαση ερυθρού σηματοδότη. Ετσι προχτές βλέπαμε το οξύμωρο σπίτια εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, κάποια αξίας άνω του εκατομμυρίου, να είναι εξοπλισμένα μόνο με λάστιχα για το πότισμα του κήπου επειδή οι ιδιοκτήτες τους θέλησαν να γλιτώσουν τις λίγες χιλιάδες ευρώ που κοστίζει μια δεξαμενή και μια αντλία νερού με βενζινοκίνητη μηχανή.

Κιμπάρηδες

Πολύ σωστά η κυβέρνηση δεν έβαλε εισοδηματικά κριτήρια στη βοήθεια στους πυρόπληκτους. Θα ήταν εξαιρετικά άδικο να βοηθήσουμε μόνο όσους το έχουν ανάγκη και να μην πληρώσουμε από το κοινό ταμείο κι αυτούς που καθόλου δεν το έχουν. Στο κάτω-κάτω, λεφτά υπάρχουν και δεν υπάρχει λόγος για τσιγκουνιές.