Μία ιδεολογική δολοφονία που δεν σόκαρε μόνο τις ΗΠΑ αλλά και ολόκληρο τον κόσμο με ελεύθερη σκέψη. Η εν ψυχρώ δολοφονία του συντηρητικού ακτιβιστή Τσάρλι Κερκ κατά την ομιλία του στο πανεπιστήμιο της Γιούτα των ΗΠΑ, αντανακλά την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, η οποία διαχρονικά επιβάλλεται με βία.

Δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Οι αυτοαποκαλούμενοι «δημοκράτες», «αλληλέγγυοι», «ανθρωπιστές» και «αντιφασίστες», έχουν επιβάλει την «πολιτική ορθότητα», πετυχαίνοντας λογοκρισία και μονοδιάστατη έκφραση απόψεων, χαρακτηρίζοντας οτιδήποτε που παρεκκλίνει έστω και λίγο ως «φασισμό». Όσους ασπάζονται τις «απαγορευμένες» απόψεις, τους στοχοποιούν.

Η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων όπου η βία από αριστερούς ή αναρχικούς κύκλους επιχειρήθηκε να νομιμοποιηθεί ως «πολιτική πράξη». Ο Ιταλός αναρχικός Gaetano Bresci δολοφόνησε το 1900 τον βασιλιά Ουμπέρτο Α΄, επικαλούμενος ταξική εκδίκηση. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1901, ο Leon Czolgosz εκτέλεσε τον πρόεδρο των ΗΠΑ William McKinley, δηλώνοντας ότι ενεργούσε στο όνομα της αναρχικής ιδεολογίας. Αντίστοιχα, το 1897, ο Michele Angiolillo σκότωσε τον Ισπανό πρωθυπουργό Antonio Cánovas del Castillo σε μια ενέργεια που παρουσιάστηκε ως πολιτική αντεκδίκηση για την καταστολή αντιφρονούντων. Αυτά τα περιστατικά δείχνουν ότι η χρήση της πολιτικής βίας από την Αριστερά έχει βαθιές ρίζες και διαχρονική συνέχεια.

Η γέννηση της αριστερής τρομοκρατίας

Οι ρίζες της αριστερής τρομοκρατίας στον δυτικό κόσμο βρίσκονται στον ύστερο 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα. Αναρχικοί και ακραίοι σοσιαλιστές της εποχής θεώρησαν τη βία νόμιμο μέσο πολιτικής πάλης. Εμβληματικές δολοφονίες, όπως εκείνη του Ιταλού βασιλιά Ουμπέρτο Α΄ από τον Gaetano Bresci (1900), του Αμερικανού προέδρου William McKinley από τον Leon Czolgosz (1901) ή του Ισπανού πρωθυπουργού Antonio Cánovas del Castillo από τον Michele Angiolillo (1897), έθεσαν τις βάσεις για μια «παράδοση» πολιτικής τρομοκρατίας που προσπαθούσε να δικαιολογηθεί ιδεολογικά ως αγώνας ενάντια στην «καταπίεση».

Η μεταπολεμική αναβίωση

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα, η αποικιοκρατική κρίση και οι φοιτητικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του ’60 δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την αναβίωση της αριστερής τρομοκρατίας. Σε ένα κλίμα αντιαμερικανισμού και αντιιμπεριαλισμού, οργανώσεις επηρεασμένες από τον μαρξισμό-λενινισμό άρχισαν να συγκροτούν ένοπλους πυρήνες που απέρριπταν τη φιλελεύθερη δημοκρατία ως «προκάλυμμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης».

Η κορύφωση στη δεκαετία του ’70

Τα 70s αποτέλεσαν την «χρυσή εποχή» της ένοπλης αριστεράς στην Ευρώπη. Στην Ιταλία, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (Brigate Rosse) κορύφωσαν τη δράση τους με την απαγωγή και δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού Aldo Moro το 1978. Στη Δυτική Γερμανία, η Rote Armee Fraktion (RAF) σκόρπισε τον τρόμο με δολοφονίες πολιτικών, δικαστικών και επιχειρηματιών, με πιο γνωστή την απαγωγή και εκτέλεση του βιομηχάνου Hanns-Martin Schleyer το 1977. Παράλληλα, η Action Directe στη Γαλλία ακολούθησε το ίδιο μοτίβο, με ένοπλες επιθέσεις κατά του κράτους και του κεφαλαίου. Όλες αυτές οι οργανώσεις επικαλούνταν τη «λαϊκή πάλη», στην πράξη όμως στόχευαν στη διάλυση των δημοκρατικών θεσμών.

Η ελληνική ιδιαιτερότητα — 17 Νοέμβρη

Στην Ελλάδα, η αριστερή τρομοκρατία πήρε σάρκα και οστά μέσα από τη διαβόητη οργάνωση 17 Νοέμβρη, η οποία εμφανίστηκε το 1975 με τη δολοφονία του Αμερικανού σταθμάρχη της CIA, Richard Welch, στην Αθήνα. Για σχεδόν τρεις δεκαετίες, η 17Ν ανέλαβε δεκάδες δολοφονίες πολιτικών, επιχειρηματιών, αστυνομικών και διπλωματών, προβάλλοντας έναν ιδεολογικό μανδύα «αντιιμπεριαλισμού» και «αντικαπιταλισμού». Η δράση της, που συνεχίστηκε έως το 2002, σημάδεψε τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, αποτελώντας την πιο μακροχρόνια τρομοκρατική οργάνωση της Δυτικής Ευρώπης.

Στο ίδιο μοτίβο, αλλά μεμονωμένα, ξεχωρίζουν τρεις καθαρά πολιτικές δολοφονίες που σόκαραν την ελληνική κοινωνία: η εκτέλεση του βουλευτή Παύλου Μπακογιάννη το 1989 από τη 17Ν, η δολοφονία του δημοσιογράφου Σωκράτη Γκιόλια το 2010 από τη «Σέχτα Επαναστατών» και η εν ψυχρώ εκτέλεση του δικηγόρου Μιχάλη Ζαφειρόπουλου το 2017 στο γραφείο του. Όλες συνιστούν επιθέσεις στη Δημοκρατία και στο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, επιβεβαιώνοντας ότι η Αριστερά, όταν δεν μπορεί να πείσει με ιδέες, καταφεύγει στη βία για να επιβληθεί.

Η παρακμή και η κληρονομιά

Από τη δεκαετία του ’80 και μετά, οι περισσότερες ένοπλες οργανώσεις εξαρθρώθηκαν χάρη στη συνεργασία κρατών και στις αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες. Ωστόσο, η ιδεολογική τους κληρονομιά παραμένει: η νομιμοποίηση της βίας ως «πολιτικού εργαλείου» συνεχίζει να εμπνέει ακραίους κύκλους. Από τις μικρές «ομάδες αντιφασιστικής δράσης» έως τις νέες μορφές τρομοκρατίας χαμηλής έντασης, το μοτίβο είναι το ίδιο: όταν τα επιχειρήματα δεν επαρκούν, η Αριστερά καταφεύγει στη βία για να επιβάλει την ιδεολογική της ηγεμονία.