Εκτός από Αθήνα και Λευκωσία, πλέον και η Ιερουσαλήμ θεωρεί την Άγκυρα κύρια εξωτερική απειλή για την ασφάλεια και την εθνική της ακεραιότητα.
Είναι γεγονός ότι σε πρώιμο στάδιο η σύγκλιση Ελλάδας-Ισραήλ (και, στη συνέχεια, Κύπρου) εκκίνησε περισσότερο ως αντιτουρκική συσπείρωση, επακόλουθο της εκκωφαντικής διάρρηξης των σχέσεων Άγκυρας και Ιερουσαλήμ· αρχικά λόγω της σφοδρής επίθεσης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εναντίον των Ισραηλινών για το Παλαιστινιακό στο Νταβός το 2009 και, έναν χρόνο αργότερα, λόγω της δολοφονίας δέκα Τούρκων ακτιβιστών από Ισραηλινούς στρατιώτες στο επεισόδιο με το Mavi Marmara.
Διαχρονικά, για Αθήνα και Λευκωσία η Άγκυρα αποτελούσε –και συνεχίζει να αποτελεί– την κύρια εξωτερική απειλή για την ασφάλεια και την εθνική τους ακεραιότητα. Εκείνο όμως που έκανε τη διαφορά ήταν όταν η τελευταία άρχισε να εκλαμβάνεται ως απειλή και από το Ισραήλ. Και εκεί οφείλονται τα σκληρά αντιτουρκικά χαρακτηριστικά που έλαβε η Τριμερής (παρά την άρνηση από πλευράς Αθήνας), κατά τη 10η Σύνοδο Κορυφής που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Δευτέρα στην Ιερουσαλήμ και τις εργασίες της οποίας παρακολούθησε εκ του σύνεγγυς «Το Μανιφέστο».
Προ της Τριμερούς, ο ισραηλινός Τύπος περιέγραφε τoν άξονα ως μια πρωτοβουλία που είχε αφετηρία να καλύψει ένα «περιφερειακό κενό» και εξελίχθηκε σε στρατηγική συνεργασία με μείζονα ρόλο για την ευρύτερη περιοχή. Στις αναλύσεις, μάλιστα, υπογραμμιζόταν ότι Ελλάδα και Κύπρος, που κάποτε ήταν από τους πιο σκληρούς Ευρωπαίους επικριτές, πλέον είναι «αποδεδειγμένα» φίλοι του Ισραήλ.
Αλλά γιατί η Τουρκία –η πρώτη μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε de jure το Ισραήλ– αποκαλείται από τον ισραηλινό Τύπο «νέο Ιράν» και εκλαμβάνεται ως απειλή; Σύμφωνα με αξιωματούχους του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών αλλά και αναλυτές από δεξαμενές σκέψης (που έχουν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής και στην προώθηση των ισραηλινών θέσεων στο εξωτερικό), η ακραία αντισημιτική ρητορική προκάλεσε όχληση και απορία για τις προθέσεις.
Αλλά η κομβική ανησυχία ερείδεται στο πεδίο: στη σημαντική θέση της Τουρκίας εντός Συρίας και στη βούλησή της να εμπλακεί στην επόμενη ημέρα της Γάζας καθ’ οιονδήποτε τρόπο – στρατιωτικό, οικονομικό ή ανθρωπιστικό. Κάτι που σκοντάφτει στην κάθετη άρνηση των Ισραηλινών.
Ως εκ τούτου, η αποστροφή του Ισραηλινού πρωθυπουργού, Μπενιαμίν Νετανιάχου, περί της αποφασιστικότητας του τριμερούς άξονα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, καθώς και η σύσταση προς όσους «πιστεύουν ότι μπορούν να επαναφέρουν την αυτοκρατορία τους και την κυριαρχία τους στις χώρες μας, να το ξεχάσουν, ούτε να το σκέφτονται», είχαν ως βασικό αποδέκτη την Τουρκία και δευτερευόντως, το Ιράν.
Γι’ αυτό και οι τρεις χώρες αποφάσισαν την εμβάθυνση της συνεργασίας τους στον τομέα της ασφάλειας, περιλαμβανομένης της αμυντικής και της στρατιωτικής πτυχής. Πρόκειται για τομέα όπου ήδη έχουν γίνει άλματα, δεδομένων των κοινών ασκήσεων σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, της εμβάθυνσης της συνεργασίας στον τομέα των πληροφοριών, των εκπαιδεύσεων Ισραηλινών (πιλότων και των IDF) σε Ελλάδα και Κύπρο και, φυσικά, της συνεργασίας στον εξοπλιστικό τομέα, με τις δύο χώρες να προμηθεύονται αφειδώς τα πιο προηγμένα αμυντικά –και όχι μόνο– συστήματα από το Ισραήλ.
Η αποστροφή ανώτερου Ισραηλινού αξιωματούχου στο περιθώριο της Τριμερούς ότι «έρχονται πολλά και σημαντικά που δεν έχετε φανταστεί» μαρτυρά ότι ο άξονας εκτός από βάθος διαθέτει και ποικιλία.
Να αναφέρουμε ότι στη Σύνοδο υπεγράφησαν το τριμερές «Κοινό Σχέδιο Δράσης» και το «Πρόγραμμα Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδος-Ισραήλ» για το έτος 2026, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων διεξαγωγή διακλαδικών ασκήσεων και συνεκπαιδεύσεις.
Παρ’ όλα αυτά, στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών υπάρχουν αξιωματούχοι –όχι αρνητικά διακείμενοι προς το Ισραήλ– που διερωτώνται αν θα επηρεαστεί ο άξονας με το εβραϊκό κράτος αν υπάρξει αποκατάσταση των σχέσεών του με την Άγκυρα μετά από μια διευθέτηση επί του Συριακού, επί παραδείγματι, κάτι που προωθεί ο αμερικανικός παράγων.
Το σκεπτικό των συγκεκριμένων αξιωματούχων είναι ότι, προ της 7ης Οκτωβρίου 2023, Τουρκία και Ισραήλ επιχείρησαν δύο φορές να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους, ενώ προσφάτως έγιναν απόπειρες γεφύρωσης του διμερούς χάσματος υπό αζερική διαμεσολάβηση. Όλα αυτά αξιολογούνται από την ελληνική διπλωματία.
Ο ρόλος της ενέργειας
Οπωσδήποτε, η ενέργεια και η διασυνδεσιμότητα έχουν καθοριστικό ρόλο στην Τριμερή. Και μπορεί ο EastMed –ο υποθαλάσσιος αγωγός που θα μετέφερε φυσικό αέριο από το Ισραήλ στην Ελλάδα μέσω Κύπρου– να μην προχώρησε λόγω οικονομικών και γεωπολιτικών ζητημάτων, όμως οι τρεις χώρες δεσμεύτηκαν να προχωρήσουν με προσήλωση άλλα project, όπως τη μεταξύ τους ηλεκτρική διασύνδεση (Great Sea Interconnector), την οποία ενέταξαν και στο πλαίσιο του Οικονομικού Διαδρόμου Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC).
Το εγχείρημα του IMEC προβλέπει τη δημιουργία ενός ενοποιημένου δικτύου οδικών και θαλάσσιων μεταφορών, ενέργειας, εμπορευμάτων κ.λπ., και οι υποδομές αποτελούν το κλειδί. Το Ισραήλ είναι μέρος της πρωτοβουλίας δεδομένου ότι έχει και στρατηγική σχέση με την Ινδία και συναντίληψη σε διάφορα ζητήματα –περιλαμβανομένης της καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Ελλάδα και Κύπρος φιλοδοξούν να καταστούν μέρη του και, εν προκειμένω, ο ρόλος της Ιερουσαλήμ θα είναι κρίσιμος.
Πολιτιστικό υπόβαθρο
Επιπλέον, το Ισραήλ επιχειρεί να «δέσει» την Τριμερή και με ένα πολιτιστικό υπόβαθρο. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται οι αναφορές του κ. Νετανιάχου περί αρχαίων λαών και δημοκρατιών, όπως και οι δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Νίκου Χριστοδουλίδη εναντίον του αντισημιτισμού και των βάρβαρων μορφών που έχει προσλάβει.
Η ισραηλινή προσέγγιση αποτυπώνεται και στον Τύπο της χώρας. Ενδεικτικά, δίπλα σε προχθεσινό δημοσίευμα της «Jerusalem Post» για την Τριμερή, υπήρχε ρεπορτάζ για το αν το Χανουκά, τα Χριστούγεννα και άλλες παραδόσεις Ιουδαίων και χριστιανών κινδυνεύουν εξαιτίας των ισλαμιστών.

