Η Τουρκία επανεμφανίζεται δυναμικά στο γεωπολιτικό προσκήνιο ως ρυθμιστικός παράγοντας, αναδιαμορφώνοντας τον ρόλο της από «επιτήδειο ουδέτερο» σε «επιτήδειο ενδιάμεσο».

Σε έναν κόσμο που επανακαθορίζεται μέσα από πολεμικές συγκρούσεις, ενεργειακές κρίσεις και ρευστές συμμαχίες, η Άγκυρα κατορθώνει να κινείται με στρατηγική ευελιξία, αψηφώντας πολλές φορές τις παραδοσιακές δυτικές γραμμές, χωρίς όμως να αποκόπτεται απ’ αυτές, διατηρεί ισορροπίες με αντιμαχόμενες δυνάμεις, αξιοποιεί γεωπολιτικά κενά και μετατρέπει την αστάθεια της περιοχής σε ευκαιρία για στρατηγική αναβάθμιση.

Η πρόσφατη απόφαση του αμερικανικού Πενταγώνου να εγκρίνει την πώληση προηγμένων πυραυλικών συστημάτων AIM-9X και AIM-120C-8 στην Τουρκία σηματοδοτεί μια έμμεση «αποκατάσταση» σχέσεων. Παρά την προϊστορία έντασης μετά την αγορά των ρωσικών S-400 από την Άγκυρα, η Ουάσινγκτον αναγνωρίζει τη στρατηγική αξία της Τουρκίας.

Παράλληλα, η προσπάθεια της Αγκυρας για επανένταξη στο πρόγραμμα των F-35, με ανεπίσημη στήριξη του Τραμπ και παρά τις αντιδράσεις του Κογκρέσου, επιβεβαιώνει τη διεκδικητική στρατηγική της: η Τουρκία δεν ζητά απλώς συμμετοχή, αλλά αξιώνει ισοτιμία με τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις.

Ο Ερντογάν επιδεικνύει αξιοσημείωτη διπλωματική ισορροπία: συνομιλεί τακτικά με τον Πούτιν, ενώ ταυτόχρονα στηρίζει τον Ζελένσκι και συνεργάζεται ενεργά με την ουκρανική αμυντική βιομηχανία. Οι ρωσικοί S-400 παραμένουν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα, ενώ η Τουρκία αναζητά ταυτόχρονα πρόσβαση στους BRICS, δείχνοντας ότι η Άγκυρα δεν εντάσσεται σε προκαθορισμένα γεωπολιτικά στρατόπεδα... Αντιθέτως, τα διαπραγματεύεται όλα.

Σε μια περίοδο που η διεθνής τάξη βάλλεται από πόλωση και επαναχάραξη ισορροπιών, η Τουρκία εμφανίζεται ως ο «κατάλληλος συνομιλητής» τόσο για την Ανατολή όσο και για τη Δύση... Μια μοναδική θέση που ενισχύει την επιρροή της σε όλα τα μέτωπα, από τη Μέση Ανατολή ως τον Καύκασο και τη Βόρεια Αφρική.

Η ανοχή από ΗΠΑ και ΕΕ στον αυταρχισμό της Αγκυρας και τον αναθεωρητισμό της σε Αιγαίο και Κύπρο δεν είναι δωρεάν: συνοδεύεται από σημαντικά ανταλλάγματα. Η εξαγορά της ιταλικής Piaggio Aerospace από την τουρκική Baykar και η συνεργασία της με τη Leonardo, κορυφαία εταιρεία της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, καταδεικνύουν τον ρεαλισμό της ευρωπαϊκής στρατηγικής: περισσότερη συνεργασία με την Τουρκία, λιγότερες απαιτήσεις από αυτήν.

Η δημιουργία κοινοπραξίας για την ανάπτυξη UAV, με έδρα την Ιταλία, φέρνει την τουρκική τεχνογνωσία εντός του σκληρού πυρήνα της ευρωπαϊκής άμυνας. Παρά την επιθετική ρητορική της Αγκυρας απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο, η ευρωπαϊκή πολιτική –με πρώτη τη Γερμανία– φανερώνει μια τάση ενσωμάτωσης της Τουρκίας στο νέο αμυντικό πλαίσιο.

Για την Αθήνα, η τουρκική συμμετοχή στην ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική αποτελεί θεμελιώδη «κόκκινη γραμμή». Ομως αυτή η γραμμή φαίνεται ολοένα και πιο απομονωμένη. Η Ευρώπη δεν φαίνεται να συμμερίζεται τις ελληνικές ανησυχίες. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες προτάσσουν τον ρόλο της Τουρκίας στην ανάσχεση των μεταναστευτικών ροών, στη σταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής και στη διατήρηση ενός διαύλου επικοινωνίας με τη Μόσχα.

Η ελληνική διπλωματία καλείται να διαχειριστεί μια νέα πραγματικότητα. Οι στρατηγικές της σταθερές, από το διεθνές δίκαιο έως τις συμμαχίες, δεν είναι πλέον δεδομένες για τους εταίρους. Ενώ η Τουρκία αναβαθμίζεται ως κρίσιμος εταίρος σε όλα τα επίπεδα, η Ελλάδα οφείλει να ενισχύσει τον ρόλο της ως παράγοντας αξιοπιστίας, τεχνολογικής καινοτομίας και σταθερότητας.

Συμπερασματικά: Η Τουρκία δεν είναι πλέον ο παραδοσιακός «επιτήδειος ουδέτερος» των παλαιών πολέμων. Είναι ο «επιτήδειος ενδιάμεσος» της νέας παγκόσμιας τάξης, ένας παίκτης που μιλάει με όλους, αποφεύγει δεσμεύσεις και κερδίζει πόντους και στις δύο πλευρές του γεωπολιτικού φάσματος. Το ερώτημα δεν είναι αν αυτή η στρατηγική είναι βιώσιμη, αλλά ποιοι θα βρεθούν στο περιθώριο αν αποδειχθεί επιτυχημένη.