Η χώρα ευτυχώς σήμερα έχει αφήσει προ πολλού πίσω της τη δύσκολη έως σκοτεινή περίοδο των Μνημονίων και της κρίσης. Την εποχή του διχασμού, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι πρωταγωνιστές συνεχίζουν να επιδίδονται στην ίδια τοξικότητα και να επιχειρούν με κάθε τρόπο ακόμη και σήμερα να επιστρέψουμε σε αυτά τα δύσκολα χρόνια.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Για όσους δεν θυμούνται, ήταν αμέσως μετά τις εκλογές του 2012, όταν το αρχικό σοκ από το αποτέλεσμα της κάλπης και τον πολυκερματισμό του πολιτικού σκηνικού, εν μέσω συζητήσεων και απειλών ακόμη και για έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και τον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, διαδέχθηκε ο διχασμός, τον οποίο υπέθαλψε με διάφορους τρόπους ο ΣΥΡΙΖΑ, αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία για να χύσει το δηλητήριό του και να καταλήξουμε έτσι στον Ιανουάριο του 2015 και τα πανηγύρια με αγκαλιασμένους τους τότε συγκυβερνήτες Αλέξη Τσίπρα και Πάνο Καμμένο.
Είχαν προηγηθεί οι «αγανακτισμένοι» και οι μάχες –κυριολεκτικά και μεταφορικά– στις... πάνω και κάτω πλατείες. Ενα κύμα απολύτως δικαιολογημένης οργής και αγανάκτησης για τα σκληρά οικονομικά μέτρα και τις συνέπειές τους στον κοινωνικό ιστό, το οποίο επιχείρησαν τότε να «καβαλήσουν» ακραίες δυνάμεις από την Αριστερά και από τη Δεξιά. Τότε που ενώθηκαν, δηλαδή, στις πλατείες και κάτω από τη σημαία των «αγανακτισμένων» ακόμη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ με αυτά ακροδεξιών κύκλων και βέβαια της Χρυσής Αυγής, μολονότι ο Μιχαλολιάκος, ο Κασιδιάρης και τα άλλα πρωτοπαλίκαρα της Χρυσής Αυγής είχαν προλάβει να σοκάρουν άπαντες με τη (δημόσια) συμπεριφορά τους.
Τα trolls της υπόγας
Ηταν τότε που τα δεκάδες επώνυμα και ανώνυμα trolls της Κουμουνδούρου έπιασαν δουλειά στην περιβόητη πια «υπόγα» και ξεκίνησαν να επιδίδονται συστηματικά σε δολοφονίες χαρακτήρων – και συνεχίζουν να το πράττουν. Που διέσπειραν χωρίς δισταγμό ψευδείς ειδήσεις και κατηγορίες κατά συγκεκριμένων (πολιτικών και όχι μόνο) προσώπων ή ακόμη και εναντίον της ίδιας της χώρας τους, με μόνο σκοπό τους να δημιουργήσουν ένα κύμα διαμαρτυρίας και οργής κατά των αποκαλούμενων «σαμαροβενιζέλων», ήτοι της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας υπό τον Αντώνη Σαμαρά και τη στήριξη του ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου, που κατάφερε να κρατήσει την Ελλάδα όρθια μέσα σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες και να τη σώσει από το χείλος της καταστροφής στο οποίο αποδεδειγμένα πλέον βρέθηκε, με την ευρωπαϊκή προοπτική και την τύχη της να κρίνεται σε σκοτεινά δωμάτια ξενοδοχείων και στους διαδρόμους των Βρυξελλών.
Ρεσιτάλ λαϊκισμού
Την ίδια στιγμή, στο πολιτικό μπαλκόνι ο Αλέξης Τσίπρας και οι «εκλεκτοί» του έδωσαν ρεσιτάλ λαϊκισμού, με κορυφαία ασφαλώς υπόσχεση το... σκίσιμο των Μνημονίων και την κατάργηση των μνημονιακών νόμων «με έναν νόμο κι ένα άρθρο». Το ίδιο και «άδικων φόρων», όπως ο ΕΝΦΙΑ, τον οποίο ωστόσο μονιμοποίησε επί της ουσίας η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αφού πρώτα η χώρα είχε βιώσει στο πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής της το 2015 τον όλεθρο. Αφού έφτασε για μία ακόμη φορά στο χείλος του γκρεμού με το δημοψήφισμα και την «περήφανη διαπραγμάτευση» με τους δανειστές. Τούτο ήταν ασφαλώς το αποτέλεσμα μιας εκλογικής διαδικασίας και η λαϊκή ετυμηγορία δεν μπορεί παρά να είναι σεβαστή, ωστόσο προέκυψε περισσότερο ως ψήφος διαμαρτυρίας στην κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ –με τη ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη να υπενθυμίζεται ότι... έφυγε νωρίς, τάχα ως διαμαρτυρία για το κλείσιμο της ΕΡΤ και να χαριεντίζεται εν συνεχεία με τον Αλέξη Τσίπρα που τον είχε διώξει από τον ΣΥΡΙΖΑ πριν από μερικά χρόνια!– παρά ως θετική ψήφος για το κόμμα της Κουμουνδούρου.
Την τακτική αυτή ακολούθησε άλλωστε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, ζητώντας συνειδητά από τους πολίτες να καταδικάσουν το «παλιό» πολιτικό σύστημα και την κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά-Ευάγγελου Βενιζέλου, παρά να διεκδικήσει την εξουσία με θετικό τρόπο και προ πάντων σχέδιο για τη χώρα. Μη μπορώντας προφανώς η αντιπολίτευση –και όχι μόνο ΣΥΡΙΖΑ τώρα– να αντιπαρατεθεί με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και τον Κυριάκο Μητσοτάκη και εν όψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου, επαναφέρει πάλι το σενάριο της «ψήφου διαμαρτυρίας». Ωστόσο, οι μνήμες από την περίοδο 2012-2015 παραμένουν ζωντανές και κυρίως το πάθημα όσων ακολούθησαν φαίνεται –ευτυχώς– να έχουν γίνει μάθημα στην πλειονότητα των πολιτών, όπως έδειξε το αποτέλεσμα των περσινών εθνικών εκλογών.