Η δημόσια συζήτηση που έχει ανοίξει γύρω από το νέο εργασιακό νομοσχέδιο χαρακτηρίζεται από υπερβολές και σκόπιμες παρερμηνείες. Το πλαίσιο που εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο δεν οδηγεί, όπως διατείνονται ορισμένοι, σε γενικευμένη επιδείνωση των συνθηκών εργασίας, αλλά επιχειρεί να προσαρμόσει την αγορά εργασίας στις σύγχρονες ανάγκες της οικονομίας  και στις επιθυμίες των ίδιων των εργαζομένων για περισσότερη ευελιξία και δυνατότητα επιλογής.

Πολύς λόγος γίνεται για το ενδεχόμενο 13ωρης απασχόλησης, αλλά αποσιωπάται το αυτονόητο: πως δεν επιβάλλεται σε κανέναν, ούτε εφαρμόζεται καθολικά. Πρόκειται για μια δυνατότητα περιορισμένης χρονικής διάρκειας και αποκλειστικά εφόσον το επιθυμεί και το συμφωνεί ο εργαζόμενος. Το πλαίσιο διασφαλίζει πως το συνολικό εβδομαδιαίο ωράριο δεν θα υπερβαίνει τις 48 ώρες, ενώ οι υπερωρίες αμείβονται με σημαντική προσαύξηση. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για «κατάργηση του οκταώρου», αλλά για μια ρύθμιση που ανταποκρίνεται στις ανάγκες συγκεκριμένων παραγωγικών τομέων και αντιμετωπίζει την πραγματική αδυναμία εύρεσης προσωπικού σε κρίσιμες περιόδους.

Η επίκληση στατιστικών για την εβδομαδιαία απασχόληση των Ελλήνων εργαζομένων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εθνικές ιδιαιτερότητες και το ποσοστό της μερικής απασχόλησης, οδηγεί σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Το ίδιο ισχύει και για τα περί «γκρίζας οικονομίας», που περισσότερο αξιοποιούνται για τη δημιουργία εντυπώσεων παρά για την ενίσχυση σοβαρού διαλόγου.

Το νέο νομοσχέδιο δεν προσπαθεί να εξαντλήσει τον εργαζόμενο. Προσπαθεί να δώσει στον ίδιο περισσότερα εργαλεία για να οργανώσει τον χρόνο και τη ζωή του, σε μια εποχή που η σταθερή πενθήμερη εργασία από τις εννιά έως τις πέντε έχει πάψει να αποτελεί τον κανόνα για πολλούς. Η κυβέρνηση αναγνωρίζει τη σημασία της ισορροπίας μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής και, αντί να επιβάλλει ανελαστικά σχήματα, επιχειρεί να προσφέρει εναλλακτικές. Αυτός είναι ο δρόμος της ωριμότητας και της σύγχρονης εργασιακής πολιτικής.