Ο πολιτικός και ο ιστορικός χρόνος έχουν και την εξής ιδιότητα: Συστέλλονται και διαστέλλονται αναλόγως με την πυκνότητα των γεγονότων που φιλοξενούν. Αυτή είναι μία από τις ιδιότητες του λεγόμενου «πολιτικού χρόνου». Υπάρχουν, βέβαια, πολλές άλλες, μεταξύ αυτών και η λογοτεχνική: «Ο χρόνος κυλάει γρήγορα αν δεν βιάζεσαι να περάσει...».
Γράφει ο Κώστας Κυριακόπουλος
Κάτι ανάλογο έχει συμβεί και στην Ελλάδα από το καλοκαίρι του 2015, όταν η χώρα αντιμετώπισε τον κίνδυνο να χάσει ό,τι και αν είχε κερδίσει στη μεταπολιτευτική πορεία της. Ο χρόνος φαίνεται πως κύλησε και γρήγορα και λυτρωτικά για όσους είχαν την ευθύνη των εξελίξεων, κυρίως για την Αριστερά και τα τότε επιφανή στελέχη της με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα, που τώρα –δεδομένων των καθημερινών παραστάσεων του εσωκομματικού τσίρκου– εμφανίζεται ως ο σωτήρας, κάτι που όλοι γνωρίζαμε από τότε που άνοιξε το δρόμο της ηγεσίας στον Στέφανο Κασσελάκη.
Από εκείνο το καλοκαίρι του 2015 συνέβησαν τόσο πολλά αρνητικά και τόσο γρήγορα, που στη μαζική συνείδηση κυριάρχησε σφοδρότατα η ανάγκη να ξεπεραστούν, να ξεχαστούν και να προχωρήσουμε μπροστά. Οπως συμβαίνει σχεδόν σε κάθε τραγωδία σε κάθε λαό του κόσμου, που θέλει να κλείσει μια ώρα γρηγορότερα τις πληγές του και να μετατρέψει σε μνήμη τις περιόδους των ακροτήτων και των βημάτων στο χείλος του γκρεμού.
Μοιραίες ψευδαισθήσεις
Οσα συνέβησαν τότε ήταν πολύ επικίνδυνο, εκτός της οριστικής και επίσημης οικονομικής κατάρρευσης, να σηματοδοτούσαν και την είσοδο της χώρας σε βαθιά κατάψυξη. Κάτι που δεν ενοχλούσε τους πρωταγωνιστές της σχεδιαζόμενης καταστροφής και ιδίως όλους όσοι επαίρονταν με ναρκισσιστικές ιαχές τύπου «αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες», έξι μήνες μετά την εκλογική νίκη της Αριστεράς, τον Ιανουάριο του 2015. Η αντίληψη του ρίσκου που είχαν ήταν (και αυτή) ελλειμματική. Σχεδόν ανύπαρκτη μπροστά στην ιστορική ευκαιρία για δικαίωση της ιδεοληψίας. Αυτής που στο πέρασμα των χρόνων είχε αντικαταστήσει όσα είχαν γκρεμίσει η ίδια η ζωή και η ανάγκη για ελευθερία και δημοκρατία στην Ευρώπη και όχι μόνο.
Εκείνη, λοιπόν, η εκλογική νίκη που δεν ήταν απλώς το αποτέλεσμα της επένδυσης της Αριστεράς στο θυμό, στην απογοήτευση και τους Αγανακτισμένους της πλατείας Συντάγματος. Αυτή ήταν η επιφάνεια. Στην οποία, σύμφωνα με τους απλούς νόμους της Φυσικής, επιπλέει ό,τι ελαφρύτερο. Η πολιτική ουσία όλης αυτής της ιστορίας δεν κρύβεται στη σαγήνη που άσκησε η Αριστερά στην ελληνική κοινωνία. Μια ψευδαίσθηση που λειτούργησε καταλυτικά αποκλειστικά και μόνο για την ίδια, καθώς πότισε το χωράφι των ψευδαισθήσεων που είχαν –και συνεχίζουν να έχουν– τα πρώην ηγετικά στελέχη του πρώην ΣΥΡΙΖΑ, αρχικά για τον εαυτό τους και την ιδεολογική ταυτότητά τους και μετά για την ίδια την ελληνική πραγματικότητα.
Η ουσία εκείνης της εκλογικής νίκης ήταν ότι από το 2010 και έπειτα η χώρα βρισκόταν στην περιδίνηση μίας από τις μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις που είχε περάσει όχι η ίδια, αλλά η παγκόσμια κοινότητα. Και αυτή ήταν η σπουδαιότερη κινητήρια δύναμη όλης αυτής της διαμαρτυρίας, που μετατράπηκε σε δικαίωμα και προνόμιο μιας παρέας, με μειωμένες αντικειμενικές ικανότητες, να διαπραγματευτεί το μέλλον της χώρας. Το ευνοϊκό πολιτικό κλίμα για τον τότε ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα τονώθηκε ιδιαιτέρως από το γεγονός ότι μέσα σε μια πενταετία (από το 2010) η χώρα είχε απολέσει περίπου το 25-26% του ΑΕΠ της. Παρόμοια ποσοστά απωλειών του ΑΕΠ καταγράφηκαν μόνο κατά την περίοδο της Μεγάλης Κρίσης του 1929-30 στις ΗΠΑ του Μεσοπολέμου.
Δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα για την Ελλάδα όσο ήταν για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία ή η Πορτογαλία, που αντιμετώπισαν παρόμοια κρίση χρέους και δημοσιονομικής αδυναμίας, αλλά όχι σε τόσο μεγάλο ποσοστιαίο βάθος. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα της Ευρώπης που βίωσε μια κρίση βγαλμένη κατευθείαν από άλλη εποχή και ως εκ τούτου δημιούργησε το υπόβαθρο για τεκτονικές πολιτικές αλλαγές, γεγονός που ανέδειξε τον τότε ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και τα ηγετικά μέλη του στους καναπέδες του Μεγάρου Μαξίμου. Οι διπλές εκλογές του 2012 και οι μονές του Ιανουαρίου του 2015 άνοιξαν έναν από τους πιο επικίνδυνους δρόμους στην ιστορία της Δ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα τα παλαιά κόμματα κατρακυλούσαν στην κατηφόρα της ίδιας τους της ανεπάρκειας να διαχειριστούν την κατάσταση.
Αντιεπαγγελματική εικόνα
Εχουν περάσει ακριβώς εννέα χρόνια από το καλοκαίρι του 2015. Ενα μυστηριώδες διάστημα της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής και οικονομικής Ιστορίας που έχει μια σπάνια πρωτοτυπία: Κανείς δεν θέλει να το θυμάται. Πριν από το δημοψήφισμα είχαν προηγηθεί οι περίφημες διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες. Ιδού ένα μικρό παράθεμα από το βιβλίο «Η τελευταία μπλόφα» των Ελένης Βαρβιτσιώτη - Βικτωρίας Δενδρινού (εκδόσεις Παπαδόπουλος) για το ύφος της τότε ελληνικής κυβερνητικής ομάδας: «Ο Παππάς είχε περίπου βουλιάξει στον καναπέ, ενώ ο Τσακαλώτος, γνωστός για το ατημέλητο στιλ του, φορούσε αθλητικά παπούτσια με γαλάζιες κάλτσες και είχε παρατήσει το χακί σακίδιό του στο πάτωμα. Η εικόνα, που φανέρωνε μεγάλη χαλαρότητα, ήταν τουλάχιστον ασυνήθιστη για τους εκπροσώπους μιας χώρας της ΕΕ και πόσω μάλλον για την πρωθυπουργική ομάδα μιας χώρας που βρισκόταν ένα βήμα πριν από τη χρεοκοπία. Για τον Μαργαρίτη Σχοινά, τον Ελληνα εκπρόσωπο του Γιούνκερ, η εικόνα ήταν τόσο αντιεπαγγελματική, που αισθάνθηκε την ανάγκη να φύγει για λίγο από την αίθουσα πριν από την καθιερωμένη φωτογραφία, για να μη συνδεθεί με αυτήν».
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι... Η χώρα δεν κατρακύλησε και μπήκε σε αναπτυξιακή πορεία. Εκείνο, όμως, το καλοκαίρι του 2015, με τα ρολά των τραπεζών κατεβασμένα, τα σβησμένα ΑΤΜs, τους απεγνωσμένους ηλικιωμένους στα πεζοδρόμια που πύρωνε ο καύσωνας και τη δράκα της πολιτικής αμηχανίας να παίζει στα ζάρια την τύχη όλων, έχει περάσει στην Ιστορία. Ως λαός δεν έχουμε καλή σχέση με τη μνήμη, είναι γνωστό. Και αυτό το έχουμε πληρώσει. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα ξαναχρειαστεί...