Ο δρ Θεόδωρος Λιόλιος, διευθυντής του Τομέα Φυσικών Επιστημών της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και του Κέντρου Ελέγχου Όπλων και Εκρήξεων, μιλώντας στο «Μανιφέστο», ξεκαθαρίζει ότι η πυρόσφαιρα κατά τη σφοδρή σύγκρουση των δύο τρένων στα Τέμπη δεν προκλήθηκε από κάποιο άγνωστο εύφλεκτο υλικό στην εμπορική αμαξοστοιχία, ενώ βασικός λόγος της ύπαρξης πολλών νεκρών δεν ήταν η φωτιά αλλά η ίδια η μετωπική σύγκρουση των αμαξοστοιχιών.
Ειδικότερα, ο εγνωσμένου κύρους επιστήμονας εντοπίζει τη γενεσιουργό αιτία της πυρόσφαιρας και της φωτιάς που επακολούθησε στην «πρόκληση ηλεκτρικού τόξου υψηλής τάσης 25 kV, από τους αγωγούς υψηλής τάσης που ηλεκτροδοτούσαν τον συρμό», φαινόμενο που, όπως εξηγεί στο «Μ», έχει δημιουργηθεί και στο παρελθόν σε δίκτυα ηλεκτροκίνησης των σιδηροδρόμων.
Μάλιστα, ο κ. Λιόλιος αντιπαραβάλλει τη σκηνή της σύγκρουσης της 28ης Φεβρουαρίου 2023 με αντίστοιχα σιδηροδρομικά δυστυχήματα που έχουν αποτυπωθεί σε οπτικά ντοκουμέντα και διαπιστώνει ότι και στις δύο περιπτώσεις κλάσματα του δευτερολέπτου μετά τη σφοδρή σύγκρουση δημιουργείται πανομοιότυπο μηχανικό φαινόμενο, που στη φυσική χαρακτηρίζεται ως ηλεκτρικό τόξο.
«Ενα τέτοιο τόξο έχει αρκετή ενέργεια ώστε να προκαλέσει θερμική αποδόμηση στα μονωτικά έλαια των μετασχηματιστών που χρησιμοποιούνται ευρέως στα συστήματα ηλεκτροκίνησης των συρμών. Κατά τη θερμική αποδόμηση αυτών των ελαίων, παράγονται εύφλεκτα αέρια, που βρίσκονται διαλυμένα εντός των ελαίων ψύξης και μόνωσης, όπως είναι το υδρογόνο, αλλά και υδρογονάνθρακες όπως μεθάνιο, ακετυλένιο και αλκίνιο», αναλύει ο καθηγητής Φυσικής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και συμπληρώνει ότι «αυτά τα αέρια έχουν το χαρακτηριστικό ότι είναι ιδιαίτερα εύφλεκτα και μπορούν εύκολα να σχηματίσουν εκρηκτικό μείγμα με τον αέρα, ειδικά όταν υπάρχουν σε υψηλές συγκεντρώσεις σε περιορισμένο χώρο».
Ο διευθυντής του Κέντρου Όπλων και Εκρήξεων, που κατά μοιραία σύμπτωση την 28η Φεβρουαρίου 2023 ταξίδεψε με Intercity από την Αθήνα για τη Θεσσαλονίκη, αλλά με άλλο δρομολόγιο, διατυπώνει την ισχυρή πεποίθηση ότι το ηλεκτρικό τόξο ήταν αυτό που προκάλεσε την αρχική ανάφλεξη, η οποία σε συνδυασμό με την καταστροφή των μετασχηματιστών των μηχανών από τη σύγκρουση «οδήγησε σε ταχεία διασπορά των ελαίων σιλικόνης με μορφή νέφους και σταγονιδίων καθώς και ανάφλεξη των διαλυμένων εντός των ελαίων αερίων (υδρογόνο και υδρογονάνθρακες)», δημιουργώντας την καταστροφική πυρόσφαιρα που κατέληξε σε φωτιά διαρκείας.
Μάλιστα, η φωτιά, όπως αποτυπώνεται στα οπτικά ντοκουμέντα που εμπεριέχονται στη δικογραφία, έκαιγε επί πολλή ώρα και δεν έσβηνε με νερό, γεγονός που χαρακτηρίζει «την καύση των ελαίων σιλικόνης», εξηγεί ο κ. Λιόλιος.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο πολύ γνωστό στη φυσική επιστήμη, αναφέρει ο γνωστός επιστήμονας, που έχει παρατηρηθεί και σε άλλα βιομηχανικά και στρατιωτικά περιστατικά, όπου «συνδυασμός εύφλεκτων αερίων και πηγών ανάφλεξης οδήγησε σε ακραία θερμικά συμβάντα».
Ο καθηγητής δεν αποκλείει τυχόν ύπαρξη άλλων εύφλεκτων υλικών στα δύο τρένα, σε μικροποσότητες, οι οποίες, αν υπήρξαν, είχαν την ιδιότητα να συντηρήσουν άσβεστη τη φωτιά, αλλά «δεν έπαιξαν κεντρικό ρόλο στο φαινόμενο», επισημαίνει εμφατικά ο κ. Λιόλιος. «Η φωτιά προφανώς συντηρήθηκε στη συνέχεια όχι μόνο από τα έλαια του μετασχηματιστή αλλά και από τα λοιπά καύσιμα υλικά του συρμού, επιτείνοντας το φαινόμενο. Το τραγικό αποτέλεσμα ήταν ότι αρκετοί συνάνθρωποί μας κάηκαν από τη φωτιά, η οποία όμως προκλήθηκε από τη σύγκρουση, άρα το υλικό και ο μηχανισμός της πυρόσφαιρας είναι δευτερεύουσας σημασίας στο έγκλημα της σύγκρουσης, που αποτελεί την κύρια αιτία της τραγωδίας», καταλήγει.