Η Αθήνα δεν είναι μόνο τα stories της. Αν περπατήσεις λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αθόρυβα, θα δεις το χθες να επιμένει. Όχι σαν μουσειακό κατάλοιπο, αλλά σαν παλμός. Πιο σιγανός, πιο πεισματάρης.

Σε κάτι στενά που δεν προλαβαίνουν να γίνουν «νέα πιάτσα», υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που δουλεύουν όπως παλιά: με σφυρί, με βελόνα, με φωτιά και με υπομονή.

Στο σημερινό ρεπορτάζ, ακολουθούμε τους τελευταίους που κρατούν ζωντανές κάποιες τέχνες που....σβήνουν.

Ο χαλκουργός σε μια γειτονιά του Ψυρρή

Ο κύριος Νίκος ανοίγει το μαγαζί του στις 6:45. Ο ίδιος λέει ότι «δεν είναι μαγαζί, είναι ναός». Και το πιστεύεις: μυρίζει κάρβουνο, έχει σκονισμένες φωτογραφίες και η πόρτα τρίζει. Στον πάγκο, μια παλιά τσιμπίδα και ένα καμίνι που δεν λέει να σβήσει.

Είναι 73 χρονών. Φτιάχνει καζάνια, καμπάνες, φανάρια, καντήλια. Όλα στο χέρι. Όλα στο αυτί.

«Το χαλκό δεν τον δουλεύεις με το μάτι. Τον ακούς.»

Όταν χτυπάει το μέταλλο, ακούγεται σαν να ξυπνάει ένα παρελθόν. Οι τουρίστες νομίζουν ότι είναι performance. Οι ντόπιοι νομίζουν ότι έχει κλείσει. Όμως αυτός επιμένει.

Η κεντήστρα της βιτρίνας στα Κάτω Πατήσια

Η κυρία Αργυρώ είναι 81 χρονών. Κάθεται σε ένα ραφτάδικο από το 1962. Πίσω της, κρεμασμένα παραδοσιακά προικιά. Μπροστά της, ένα τραπεζάκι με δαντέλες και πετσέτες. Όλα κεντημένα στο χέρι. Όλα με ένα αρχικό – τα γράμματα είναι δικά της, όχι γραμματοσειρά.

«Παλιά μου ’φερναν οι μανάδες τα κορίτσια να μάθουν. Τώρα μου φέρνουν πελάτισσες φωτογραφίες απ’ το ίντερνετ να τους το “αντιγράψω”.»

Δίπλα στο μαγαζί της άνοιξε πρόσφατα ένα nail bar. Η βιτρίνα της είναι σαν κάδρο από άλλη εποχή. Και κάθε τόσο, κάποιος στέκεται και κοιτά. Όχι πολύ. Αλλά φτάνει.

Ο ράφτης στου Ρέντη

Ο κύριος Τάσος είναι 66. Παλιά έκοβε ύφασμα για 14 εργοστάσια. Τώρα μόνο για 2. Η μηχανή του είναι χειροκίνητη. Το πατρόν το κρατάει με καρφίτσες. Όλα παλιά. Όλα ακριβή – όχι σε τιμή. Σε αλήθεια.

«Δεν ήμασταν μόδιστροι. Ήμασταν εργάτες. Έπιανα το ρούχο πριν γεννηθεί.»

Η αίθουσα μυρίζει καμένο ύφασμα και ιδρώτα. Παλιά μέσα, παλιές κούκλες, ράφια με ρετάλια. Τίποτα δεν πετάει. Όλα μπορεί να γίνουν κάτι.

Ο γιος του έγινε web designer. Η κόρη του μένει στο εξωτερικό. Το εργαλείο θα το κλείσει μόνος του. Κι όταν ρωτάς πότε, σου λέει:

«Όταν πάψουν να ’ρχονται άνθρωποι. Όχι πελάτες. Άνθρωποι.»

Ο τεχνίτης κεριών στη θορυβώδη Αχαρνών

Ο κύριος Αντώνης φτιάχνει κηροπήγια και ιερά σκεύη. Ήταν μαθητής μοναχών στη Βόρεια Ελλάδα. Τώρα μόνος του. Φτιάχνει ό,τι του ζητήσουν – και ό,τι δεν ζητά πια κανείς. Καμπάνες για παρεκκλήσια, λαμπάδες για τάματα, δίσκους αγιασμού.

«Δεν τα φτιάχνεις μόνο με υλικό. Θέλουν και προσευχή.»

Πολλές εκκλησίες πια αγοράζουν από εισαγωγείς. Το χειροποίητο μοιάζει περιττό. Ακριβό. Αργό. Όμως σε αυτό το υπόγειο, το αργό είναι ιερό.

Επίλογος


Οι άνθρωποι αυτοί δεν διδάσκουν πια. Δεν παραδίδουν σκυτάλη. Όχι γιατί δεν θέλουν, αλλά γιατί δεν βρίσκουν χέρι να την πιάσει. Το χειροποίητο έγινε κουραστικό. Το σκαλιστό, ακριβό. Το τεχνικό, «βιομηχανικό».

Κι όμως, αυτοί επιμένουν. Όχι σαν ανάμνηση. Σαν μαρτυρία. Σαν βότσαλα που έμειναν στο βυθό όταν όλα έγιναν κύμα.

Κι αν σβήσουν αυτοί, δεν θα χαθεί απλώς ένα επάγγελμα. Θα χαθεί ένας τρόπος να υπάρχουμε. Με χέρια. Με ψυχή. Με υλικό που αφήνει σημάδι.