Μπορεί η κυβέρνηση με τα νέα μέτρα του 1,7 δισ. ευρώ να ανακουφίζει σχεδόν όλες τις κοινωνικές τάξεις –μισθωτούς, συνταξιούχους, νέους– όμως οι τιμές σε σουπερμάρκετ, λαϊκές αγορές, εστίαση, καφέ και γενικά εκεί όπου το λιανικό εμπόριο συνδέεται με τους καταναλωτές, παραμένουν ψηλά, παρά την ανακοπή της ανόδου τους.

Τα μέτρα που έχει λάβει το υπουργείο Ανάπτυξης δεν επαρκούν. Τα ανώτατα όρια προστίμων εξαπλασιάστηκαν, εντάθηκαν οι έλεγχοι από τις αρμόδιες υπηρεσίες, ενισχύθηκε η ΔΙΜΕΑ με επιπλέον προσωπικό 30 ατόμων και στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ξεκίνησε η διαδικασία 50 προσλήψεων, όμως όλα τα παραπάνω δεν αναχαιτίζουν πρακτικά την άνοδο των τιμών. Παράλληλα τέθηκε σε λειτουργία η Εθνική Επιτροπή για την εφοδιαστική αλυσίδα, ενώ συνεχείς είναι επαφές των κυβερνητικών στελεχών με τους παραγωγικούς φορείς, ωστόσο πληθωρισμός και ακρίβεια επιμένουν.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι η χώρα μας έχει τον χαμηλότερο πληθωρισμό τροφίμων και βασικών ειδών διαβίωσης στην ΕΕ τους τελευταίους έξι μήνες. Ο πληθωρισμός τροφίμων και βασικών ειδών διαβίωσης για αρκετούς μήνες είναι στη ζώνη του μηδενός ή αρνητικός. Όμως το εισόδημα όσον αφορά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αδυνατεί να αντεπεξέλθει με άνεση.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να πετύχει συμφωνία μείωσης τιμής σε 700 κωδικούς. Παράλληλα τέθηκε σε εφαρμογή ο νέος Κώδικας Δεοντολογίας για διαφάνεια στις εκπτώσεις και στις προσφορές, μετά από τρεις μήνες διαβούλευσης με την αγορά. Επιβλήθηκαν πρόστιμα για παραβάσεις της νομοθεσίας και αθέμιτες εμπορικές πρακτικές σε όλες τις μεγάλες πολυεθνικές.

«Η Ελλάδα δεν είναι μπανανία για να συμπεριφέρονται έτσι οι πολυεθνικές», είχε πει πρόσφατα ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, όμως οι πολυεθνικές συνεχίζουν, σε συμφωνία με τα σουπερμάρκετ, να τιμολογούν μεν ελεύθερα αλλά με 25% σε ορισμένα είδη, παραπάνω από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Καρτέλ, με μια λέξη.

Σειρά παρεμβάσεων

Στο πρόσφατο Υπουργικό Συμβούλιο εγκρίθηκε η εισήγηση του υπουργού Ανάπτυξης, Τάκη Θεοδωρικάκου, για μια σειρά από παρεμβάσεις όπως το άνοιγμα των λαϊκών αγορών στον ανταγωνισμό με είσοδο περισσότερων παραγωγών. Τη δυνατότητα δημιουργίας λαϊκών αγορών από την Αυτοδιοίκηση αποκλειστικά για παραγωγούς, ώστε να πουλήσουν σε χαμηλότερες τιμές.

Τη δημιουργία ψηφιακής εφαρμογής για την παρακολούθηση των τιμών και την ενημέρωση των καταναλωτών σε πραγματικό χρόνο. Αναβαθμίζεται το υφιστάμενο εργαλείο kataggelies.mindev.gov.gr με δημιουργία app στο κινητό τηλέφωνο των καταναλωτών.

Θα λαμβάνει καταγγελίες με φωτογραφίες και βίντεο που φέρουν αντικειμενική χρονοσήμανση και γεωεντοπισμό έτσι ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία για την επιβολή κυρώσεων αγορανομικής και καταναλωτικής νομοθεσίας.

Στις εταιρείες τροφίμων και αγαθών πρώτης ανάγκης θα καθίσταται υποχρεωτική η ανακοίνωση της συρρίκνωσης συσκευασίας, ώστε να ελέγχεται αν γίνεται αντίστοιχη μείωση τιμής, ενώ ήδη η κυβέρνηση επεξεργάζεται την αλλαγή του τρόπου εμπορίας των αγροτικών προϊόντων υπέρ της διαφάνειας στις συναλλαγές και της προστασίας παραγωγών και καταναλωτών.

Καταναλωτικό «μποϊκοτάζ»

Ένα από τα μέτρα που φοβίζει τις εταιρείες και συγκρατεί τις τιμές σε άλλες χώρες με σοβαρό καταναλωτικό κίνημα είναι το μποϊκοτάζ ή η απειλή γι’ αυτό. Στο Βέλγιο η μία και μόνη καταναλωτική οργάνωση από την ιστοσελίδα της απευθύνεται στις εταιρείες τροφίμων αν η αύξηση στο προϊόν είναι δικαιολογημένη. Αν όχι, τότε οι καταναλωτές κάνουν μποϊκοτάζ και καμία εταιρεία δεν προχωρά σε αδικαιολόγητες αυξήσεις.

Η κυβέρνηση δίνει όλα τα στοιχεία κόστους στις ελληνικές καταναλωτικές οργανώσεις, όμως αυτές δεν έχουν σε καμία περίπτωση προχωρήσει σε μποϊκοτάζ των κερδοσκόπων. Έτσι, για ακόμα μια φορά θα έρθει το κράτος να ρυθμίσει προκειμένου να υποστηριχθούν η οργάνωσή τους σε ενώσεις καταναλωτών και η διαμόρφωση υγιούς καταναλωτικής συνείδησης και προτύπων ορθής καταναλωτικής συμπεριφοράς.

Οι σημερινές οργανώσεις αντί να λαμβάνουν μέτρα ενημέρωσης κατά των εταιρειών και να προτείνουν λύσεις ορθές στην ελεύθερη αγορά, παρακολουθούν και καταγγέλλουν το κράτος, λες και ζούμε στην πρώην Σοβιετική Ένωση, και επιρρίπτουν σε αυτό την ευθύνη γιατί μέσα σε τέσσερα χρόνια η διατροφή έχει ακριβύνει κατά 33,6% – ελαιόλαδο, ψωμί, γαλακτοκομικά, κρέας και βασικά είδη διατροφής.