Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με μία από τις σοβαρότερες οικονομικές προκλήσεις της τελευταίας εικοσαετίας: την παρατεταμένη ακρίβεια, ειδικά στα προϊόντα σουπερμάρκετ. Οι τιμές βασικών αγαθών με ευθύνη των επιχειρήσεων τροφίμων έχουν σε κάποιες περιπτώσεις εκτοξευθεί, επηρεάζοντας άμεσα το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Από τα ζυμαρικά και τα τυποποιημένα τρόφιμα μέχρι τα καθαριστικά και το βρεφικό γάλα, οι αυξήσεις είναι ορατές καθημερινά στο ράφι.

Σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις καταναλωτικών ινστιτούτων και οργανισμών, τα τρόφιμα αυξήθηκαν έως και 30% τα τελευταία χρόνια. Η αύξηση αυτή δεν είναι ομοιόμορφη: κάποια βασικά προϊόντα όπως το ηλιέλαιο, το ρύζι, τα τυροκομικά και τα κατεψυγμένα τρόφιμα έχουν σημειώσει διψήφιες αυξήσεις σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

Η ακρίβεια αυτή δεν οφείλεται μόνο σε εξωγενείς παράγοντες, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία ή οι διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις. Αν και αυτοί παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, εξίσου σοβαρό είναι καιτο πρόβλημα της εσωτερικής αγοράς: υπερβολικά περιθώρια κέρδους, ελλιπής ανταγωνισμός και αδιαφανείς πρακτικές τιμολόγησης από μεγάλες αλυσίδες λιανικής.

Για τον μέσο Έλληνα πολίτη, η επίσκεψη στο σουπερμάρκετ έχει γίνει πράξη διαχείρισης κρίσης. Πολλοί καταναλωτές επιλέγουν πλέον φθηνότερα προϊόντα, περιορίζουν τις αγορές τους σε είδη πρώτης ανάγκης, ή επιλέγουν ιδιωτικές ετικέτες για να μειώσουν το κόστος.

Έρευνες καταδεικνύουν ότι:

– 6 στα 10 νοικοκυριά προβληματίζονται στην κάλυψη των βασικών διατροφικών αναγκών.

– Το 70% των καταναλωτών έχει περιορίσει ή αλλάξει τις καταναλωτικές του συνήθειες.

– Το 40% των πολιτών δηλώνει πως κόβει άλλες δαπάνες (ένδυση, ψυχαγωγία) για να τα βγάλει πέρα με τα έξοδα του σουπερμάρκετ.

Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η ακρίβεια στα ράφια δεν πλήττει μόνο το καλάθι της νοικοκυράς, αλλά γενικότερα την οικονομική και ψυχολογική σταθερότητα των πολιτών.

Η κυβέρνηση προχώρησε και προχωρά σε παρεμβάσεις που στοχεύουν να ελέγξουν την ακρίβεια και να αποκαταστήσουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού.

1. Μόνιμη μείωση τιμών

Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που καλεί τις επιχειρήσεις να μειώσουν τις τιμές συγκεκριμένων προϊόντων –περίπου 1.000– με δεσμευτικό τρόπο. Τα προϊόντα που εντάσσονται θα φέρουν ειδική σήμανση στα ράφια. Η συμμετοχή των αλυσίδων είναι εθελοντική, όμως ήδη αρκετές έχουν αποδεχθεί τη συμμετοχή. Οι μειώσεις θα κυμαίνονται από 5% έως 15%.

2. Διαφάνεια στις τιμές και τις ανατιμήσεις

Από τον Σεπτέμβριο του 2024, εφαρμόζεται η υποχρεωτική ενημέρωση για κάθε ανατίμηση που επιβάλλεται από τον προμηθευτή. Τα σουπερμάρκετ με τζίρο άνω των 90 εκατ. ευρώ ετησίως είναι υποχρεωμένα να καταθέτουν λίστες με τις αυξήσεις. Αυτή η διαφάνεια ενισχύει τον έλεγχο και λειτουργεί αποτρεπτικά σε φαινόμενα κερδοσκοπίας.

3. Αυστηροί έλεγχοι και πρόστιμα

Είναι πλέον εντατικοί οι έλεγχοι από τη ΔΙΜΕΑ (Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Αγοράς), με στόχο την επιβολή προστίμων σε εταιρείες που παραβιάζουν το πλαίσιο της «μόνιμης μείωσης τιμών», δεν ενημερώνουν για ανατιμήσεις ή παραπλανούν τους καταναλωτές. Σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης, προβλέπονται πρόστιμα που φτάνουν έως και τις 100.000 ευρώ. Ηδη τα πρόστιμα στις παραβατικές επιχειρήσεις έχουν αυξηθεί πάρα πολύ.

4. Επέκταση του Καλαθιού του Νοικοκυριού

Αν και το Καλάθι του Νοικοκυριού δέχθηκε κριτική, εξετάζεται η επανενεργοποίησή του με πιο αυστηρούς όρους και μεγαλύτερη γκάμα προϊόντων, ώστε να υπάρχει μια βασική γραμμή προστασίας τιμών για ευάλωτα νοικοκυριά.

Η αλήθεια είναι πως τα παραπάνω μέτρα αποτελούν ένα θετικό βήμα, αλλά δεν λύνουν δομικά το πρόβλημα. Οι τιμές των αγαθών τροφίμων είναι το αποτέλεσμα μιας αλυσίδας: από την παραγωγή και τη μεταποίηση μέχρι τη διανομή και τη λιανική πώληση. Εάν δεν εξασφαλιστεί διαφάνεια και δικαιοσύνη σε όλα τα στάδια, τότε οι προσπάθειες θα είναι περιορισμένου αποτελέσματος.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, η κυβέρνηση ετοιμάζει νέο πακέτο παρεμβάσεων με στόχο την ανακούφιση των καταναλωτών και τη σταθεροποίηση των τιμών. Προς αυτήν την κατεύθυνση με τα νέα μέτρα υπολογίζεται ότι θα ενισχυθεί:

– Ο υγιής ανταγωνισμός: Πρέπει να αποφεύγεται η συγκέντρωση αγοράς σε λίγους «παίκτες» και να ενθαρρύνεται η είσοδος μικρότερων επιχειρήσεων.

– Η στήριξη των Ελλήνων παραγωγών: Προϊόντα τοπικής παραγωγής μπορούν να μειώσουν το κόστος καθώς και την εξάρτηση από εισαγωγές.

Για τη συνολική στρατηγική του υπουργείου Ανάπτυξης, προκειμένου να μειωθούν οι τιμές και να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στην αγορά, μιλάει συνεχώς ο υπουργός Τάκης Θεοδωρικάκος, τονίζοντας ότι «δίνουμε μάχη να μειωθούν οι τιμές με όλους τους δυνατούς τρόπους, με ένταση του ανταγωνισμού και με νομοθετικές πρωτοβουλίες».

Αναφερόμενος στις τιμές των τροφίμων, υπογραμμίζει πως σε πολλές κατηγορίες καταγράφεται ήδη αρνητικός πληθωρισμός.
Επιπλέον, ο κ. Θεοδωρικάκος έχει προωθήσει και τη δημιουργία μιας πρωτοποριακής Ανεξάρτητης Αρχής για την εποπτεία της αγοράς και την προστασία του καταναλωτή.

Ωστόσο, χρειάζονται περισσότερες παρεμβάσεις, για να αντιμετωπίσουν το βαθύτερο πρόβλημα: την επιμονή των τιμών σε υψηλά επίπεδα, που δεν δικαιολογούνται πλήρως από τα κόστη παραγωγής.

Πέρα από τους ελέγχους και τις ρυθμίσεις, απαιτείται ένα νέο είδος κοινωνικής συμφωνίας μεταξύ κράτους, επιχειρήσεων και καταναλωτών. Η αγορά δεν μπορεί να λειτουργεί απλώς ως μηχανισμός κέρδους από τις μεγάλες αλυσίδες λιανικής σε περίοδο κρίσης. Ούτε οι πολίτες μπορούν να είναι έρμαιο των αυξήσεων χωρίς επαρκή προστασία.

Οι επιχειρήσεις πρέπει να αντιληφθούν τον κοινωνικό τους ρόλο. Οι καταναλωτές από την πλευρά τους πρέπει να είναι πιο ενεργοί, να συγκρίνουν τιμές, να αξιοποιούν τα ψηφιακά εργαλεία σύγκρισης και να στηρίζουν προϊόντα που προσφέρουν διαφάνεια και ποιότητα. Και το κράτος θα συνεχίσει να επαγρυπνεί και να παρεμβαίνει όταν οι συνθήκες στην αγορά οδηγούνται σε στρεβλή πραγματικότητα για τα δεδομένα της.