Όταν λέγαμε ως σχήμα λόγου ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να φτάσει πάλι στο 3%», ουδείς μπορούσε να προβλέψει ότι αυτό θα συνέβαινε τελείως στην πραγματικότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είδε τα ποσοστά του να εκτοξεύονται το 2012, χρονιά που καβάλησε το κύμα του λαϊκισμού της πλατείας αγκαζέ με μορφώματα από τα δύο άκρα.
Το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στο μάξιμουμ της εκλογικής του αποτύπωσης: κατάφερε να φέρει ένα 36% και μαζί με τους ΑΝΕΛ έγινε κυβέρνηση της χώρας. Τα όσα τραγελαφικά ακολούθησαν τα 4,5 χρόνια της «Εθνοσωτηρίου διακυβερνήσεως» δεν μπορούσαν ούτε κατ' ελάχιστο να προϊδεάσουν για αυτό που θα ερχόταν.
Το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε από τον Μητσοτάκη, ο οποίος πέτυχε αυτοδυναμία. Έναν πολιτικό που τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υποτιμούσαν συστηματικά και τον θεωρούν «βολικό αντίπαλο για να κυβερνάει ο Τσίπρας 20 χρόνια». Μη μπορώντας να συνειδητοποιήσουν τι έγινε, στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε καμία ανάγνωση της ήττας. Το θεώρησαν «τυχαίο γεγονός». Το ίδιο «τυχαίο γεγονός» επαναλήφθηκε και στις εκλογές του 2023.
Το 2023 βέβαια, αναζητήθηκαν κάποιες ευθύνες στο πρόσωπο του προέδρου, ο οποίος παραιτήθηκε αναλαμβάνοντας το μερίδιο που του αναλογεί αλλά χωρίς καμία κριτική. Τα όσα ακολούθησαν της παραιτήσεως είναι -επιεικώς κρίνοντας- επιθεώρηση στο Δελφινάριο.
Και το 2019 και το 2023, το μόνο που έφταιγε στη ΣΥΡΙΖΑ ήταν οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες έδειχναν να υπολείπονται της ΝΔ. Τελικώς, η κάλπη απέδειξε ότι οι δημοσκοπήσεις «φούσκωναν» συστηματικά τα ποσοστά του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ διότι δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης χάνει διπλή βαθμολογία από το κόμμα που κυβερνά.
Τα ίδια βλέπουμε σε επανάληψη και σήμερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφεται σε ιστορικό χαμηλό, οριακά στο κατώφλι εισόδου της Βουλής. Και αντί να κάνει την αυτοκριτική του και να αποδεχτεί το μοιραίο, χτυπάει το σαμάρι για να ακούσει το γαϊδούρι: τα βάζει πάλι με τους δημοσκόπους.