Η διαχρονική τοξικότητα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κάτι το οποίο ξαφνιάζει, αλλά είναι κάτι που, όποτε είναι σε έξαρση, υπενθυμίζει σε όλους τον λόγο για τον οποίο αυτό το κόμμα έχει ισχυρές πιθανότητες να εκλείψει από τον πολιτικό χάρτη. Η υιοθέτηση συνθημάτων του τύπου «η Ελλάδα να πεθάνει να ζήσουμε εμείς», «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», «Μητσοτάκη, γ******ι», στην πολιτική ρητορική και καθημερινότητα φέρνει στην επιφάνεια τον πραγματικό σκοπό του εν λόγω κόμματος: την απόλυτη ισοπέδωση της πολιτικής σκηνής και την επικράτηση της τοξικότητας την οποία εκφράζουν.

Αναλυτές, σχολιαστές και πολιτικοί εισήγαγαν στην πολιτική ζωή την έννοια «πολακισμός», θέλοντας να περιγράψουν λακωνικά όλη αυτήν τη συμπεριφορά άκρατου λαϊκισμού που εκφράζει ο αψύς Σφακιανός βουλευτής. Τούτο είχε ως συνέπεια όποιος από τον ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει παρόμοιες συμπεριφορές, να εκφράζει, υποτίθεται, τον «πολακισμό». Ομως εν τέλει, είναι όντως «πολακισμός»;

Πλείστα είναι τα «χτυπήματα» που δέχεται η δημόσια ζωή από πολλούς πρωταγωνιστές της Κουμουνδούρου. Το μοναδικό συμπέρασμα που πρέπει να βγάλουμε από αυτήν την ιστορία είναι ότι αυτός ο τρόπος του «πολιτεύεσθαι» δεν είναι ενός ατόμου, αλλά πολλών που ανήκουν στην ίδια ομάδα. Συνεπώς δεν πρέπει να μιλάμε για «πολακισμό», αλλά για «συριζαϊσμό».

Οι κήρυκες του μίσους

Ολο το κόμμα της Κουμουνδούρου έχει ως βάση αυτά τα σαθρά θεμέλια, με ελάχιστες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ξεπηδούν συνεχώς νέες περσόνες που απασχολούν την παραπολιτική επικαιρότητα. Με πρωτεργάτη τον Παύλο Πολάκη, μετά ενέσκηψε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, αργότερα ακολούθησαν κι άλλοι, μέχρι που σήμερα ο ίδιος ο Στέφανος Κασσελάκης εκφράζει στον απόλυτο βαθμό αυτόν τον «συριζαϊσμό», ενώ προσφάτως –έσχατος, πλην όχι τελευταίος– ο ευρωβουλευτής Νίκος Παππάς κατέλαβε τη δημόσια σφαίρα με φράσεις αγοραίες και συνταγές για «πεϊνιρλί»...

Η ρητορική μίσους και τοξικότητας έχει παλαιές ρίζες, από την περίοδο των αγανακτισμένων, όταν οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ υιοθετούσαν τους προπηλακισμούς των πολιτικών αντιπάλων τους και τα συνθήματα «να καεί το μπουρδ@λο η Βουλή», «κουφάλες, έρχονται κρεμάλες». Παράλληλα, το γεγονός ότι στοχοποιούσαν τους πολιτικούς αντιπάλους τους λέγοντας ότι «τα έφαγαν» και δημιούργησαν το δημόσιο χρέος μόνοι τους, ήταν ένα ακόμα καρφί στο σώμα της χειμαζόμενης κοινωνίας.

Κατά την περίοδο της διακυβέρνησής τους οι πολιτικές επιλογές τους επιβεβαίωσαν όλους τους οιωνούς που έδειχναν πως ο δρόμος θα ήταν ολισθηρός. Η καθημερινή ρητορική, η εφαρμοσμένη πολιτική με την οποία προσπάθησαν να καταλύσουν σύνταγμα, πολίτευμα, Δικαιοσύνη, ελευθερία του Τύπου και η αμφιλεγόμενη τακτική με την οποία χειρίστηκαν τις τηλεοπτικές άδειες, είναι κάποιες από τις σελίδες που έγραψαν στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας.

Η Novartis και τα trolls

Η κορύφωση αυτής της σκοτεινής πολιτικής μεθόδευσης ήταν η σκευωρία της Novartis. Η προσπάθεια πολιτικής εξόντωσης των αντιπάλων τους με ένα υπάρχον σκάνδαλο το οποίο δεν συνδεόταν με την πολιτική, ήταν το απόγειο της τυχοδιωκτικής πολιτικής τους και της υπέρμετρης τοξικότητας με την οποία κατέκλυσαν το πολιτικό στερέωμα και τη δημόσια ζωή.

Καλό είναι επίσης να θυμόμαστε την προσπάθεια ναρκοθέτησης του πολιτικού τοπίου με την ψήφιση της απλής αναλογικής, με μοναδικό σκοπό τη συνέχιση της παρουσίας του ΣΥΡΙΖΑ στις κυβερνήσεις του τόπου με συμμαχικές κυβερνήσεις.

Φυσικά, κομβικό ρόλο σε όλο αυτό έπαιξε ο πληρωμένος στρατός των trolls του Διαδικτύου, με κέντρο λήψης αποφάσεων εντός της Κουμουνδούρου, αλλά ακόμα και εντός του Μεγάρου Μαξίμου, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυβέρνηση. Σε πλήρη και διατεταγμένη υπηρεσία, με στρατιωτική πειθαρχία, από την ημέρα που υπεγράφη το πρώτο μνημόνιο το 2010 μέχρι σήμερα, έχουν ήδη συμπληρώσει ένα μεγάλο μέρος των ενσήμων για την επικείμενη σύνταξή τους, προσφέροντας αφειδώς στιγμές υπερχείλισης των υπονόμων όπου εγκαταβιούν.

Φτάνοντας λοιπόν στο τώρα, καταλήγουμε με σιγουριά στο ότι δεν υπάρχει «πολακισμός» αλλά «συριζαϊσμός», με τον οποίο εκφράζεται σύσσωμο το κόμμα της Κουμουνδούρου, πρωτοστατούντος του Παύλου Πολάκη αλλά και του ιδίου του Στέφανου Κασσελάκη.