Επαναστατική γυμναστική εν μέσω αυγουστιάτικης ραστώνης αποφάσισαν να κάνουν τα απομεινάρια του ΣΥΡΙΖΑ για τα εργασιακά θέματα. Είναι τέτοια δε η χρεοκοπία του… «αριστερού» κόμματος, που θεώρησαν ότι έπρεπε να παραφράσουν τις δηλώσεις Γεωργιάδη για τις ώρες εργασίας για να δώσουν «λαβές» αντιπολίτευσης στους εναπομείναντες οπαδούς τους.

Γράφει ο Αριστείδης Ζορμπάς 

Στο συνολικότερο παραμύθι που προωθούσε επί μακρόν ο ΣΥΡΙΖΑ, για τάχα φιλολαϊκή διακυβέρνηση που «έδωσε μάχες» για να «αντιστρέψει τον κοινωνικό όλεθρο που παρέλαβε» το 2015, μιλούν ξεκάθαρα τα έργα της. Πότε όμως μπορεί ξεκάθαρα να κριθεί μια πολιτική; Οταν έχεις την μπαγκέτα της εξουσίας και μπορείς να παραγάγεις πολιτική. 

Διαχρονικά, «το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας με αύξηση μισθών..., ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και υποστήριξη των νέων». Αλλωστε, τα υποστήριζε χαρακτηριστικά σε συνεντεύξεις της η τότε υπουργός Εργασίας και υποψήφια πρόεδρος σήμερα, Εφη Αχτσιόγλου, επιχειρώντας να φιλοτεχνήσει δήθεν φιλεργατικό πρόσωπο. 

Η πραγματικότητα βέβαια είναι εξοργιστικά αντιλαϊκή. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που δεσμευόταν ότι ο πρώτος νόμος που θα έφερνε στη Βουλή θα ήταν η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, διατήρησε επί 4 ολόκληρα χρόνια τα ψίχουλα του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ μικτά, όπως και το αίσχος του «υποκατώτατου» των 511 ευρώ μικτά για τους νέους κάτω των 25 χρόνων. Οσες προτάσεις έφερε προεκλογικά για αύξηση του κατωτάτου μισθού είναι ανέξοδες, αφού οι πάντες κρίνονται όταν έχουν την εξουσία. 

Τον Φεβρουάριο του 2019, τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης και σε «μεταμνημονιακό» περιβάλλον, βάζοντας μπροστά την «κατάκτηση» μερικών δεκάδων ευρώ στον κατώτατο μισθό (διαμορφώθηκε στα 650 ευρώ μικτά, δηλαδή 100 ευρώ λιγότερα από όσο ήταν έως το 2012), η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έβαλε σε εφαρμογή έναν από τους πιο εμβληματικούς μνημονιακούς νόμους: το Νόμο 4172/2013 για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαλούσε «νόμο- δολοφόνο» και έλεγε ότι θα τον καταργούσε, για να τον κάνει τελικά... νόμο Αχτσιόγλου και με τη σφραγίδα της κυβέρνησής του. 

Με την εφαρμογή του, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατάργησε σχεδόν μόνιμα τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό, ο καθορισμός του οποίου γινόταν με Υπουργική Απόφαση και με κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα» και την «παραγωγικότητα. Ακόμα και η κατάργηση του χαμηλού «υποκατώτατου» μισθού έγινε μετά από 4 χρόνια που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –του αριστερού κόμματος (sic)– τον εφάρμοσε στο ακέραιο. 

Λίγο αργότερα προχώρησε στη μόνιμη κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό, ισχυριζόμενη ότι μετά τον Αύγουστο του 2018 «επανέφερε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις» για τις κλαδικές, καθώς και τη δυνατότητα στο υπουργείο Εργασίας να τις κηρύσσει υποχρεωτικές στον αντίστοιχο κλάδο. 

Ηταν ένα από τα γνωστά τρικ προπαγάνδας της Κουμουνδούρου, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων, σχεδόν το 85%, συνέχιζε να εργάζεται χωρίς να καλύπτεται από καμία Συλλογική Σύμβαση, αφού τίποτα δεν υποχρέωνε τις εργοδοτικές ενώσεις ακόμα και να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις. Η περιβόητη «υποχρεωτικότητα» αφορούσε σε ελάχιστες συμβάσεις, ενώ ακόμα και σε αυτούς τους λίγους κλάδους που μία σύμβαση κηρύχτηκε υποχρεωτική (π.χ. στα ξενοδοχεία), η συνεχής γενίκευση της «ευελιξίας» άφηνε στον αέρα ένα πολύ μεγάλο τμήμα των εργαζομένων. 

Ας θυμηθούμε και την τότε αριστερή κυβερνητική εγκύκλιο με την οποία δινόταν η δυνατότητα να μπλοκάρεται όλη τη διαδικασία για την υποχρεωτικότητα μιας κλαδικής ΣΣΕ, απλά και μόνο με το να μη δώσουν το μητρώο μελών τους για να πιστοποιηθεί αν η Σύμβαση καλύπτει το 50%+1 των εργαζομένων. 

Και αν στα αμιγώς εργασιακά τα θέματα ήταν αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης για τις ειδικές ομάδες όπως οι διανομείς, ο ΣΥΡΙΖΑ συζητούσε επί μακρόν για νομοθετικό πλαίσιο σε σχέση με την ασφάλειά τους και μάλλον περίμενε τη σημερινή κυβέρνηση να το φέρει έναν περίπου μήνα μετά τις εκλογές. Τόσο για τα θέματα της Επιθεώρησης Εργασίας όσο και για τα θέματα της ψηφιακής κάρτας, αλλά και εκείνα των νοικιασμένων εργαζομένων στις τράπεζες και αλλού, η χρεοκοπία της αριστερής κυβέρνησης είναι επίσης εξοργιστικά γνωστή. 

Το διαμορφωμένο αντεργατικό πλαίσιο των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ θα ακολουθεί διαχρονικά μια κάστα «πολιτικών απατεώνων» και μάλιστα στα εργασιακά, όπου διαχρονικά υποτίθεται ότι είναι η προμετωπίδα των αριστερών κυβερνήσεων. Ισως γι’ αυτό αυτοί οι συνεπείς ιδεολόγοι αριστεροί σήμερα λένε, συνεχώς μετ’ επιτάσεως, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διέλυσε την προοπτική αριστερής διακυβέρνησης στην Ελλάδα για τα επόμενα 100 χρόνια.