Με αφορμή την ψήφιση της τροπολογίας για την προστασία του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη, ανακύπτουν μία σειρά ερωτημάτων με κύριο την εφαρμογή ή μη των νόμων.
Κατ' αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι οι νόμοι δεν είναι ευχολόγια ή κείμενα προθέσεων. Ψηφίζονται για να εφαρμοστούν -ορθότερα «να επιβληθούν». Εάν ψηφίζονται για άλλους λόγους πλην της εφαρμογής τους, δημιουργούν κακονομία, η οποία ισοδυναμεί με αρνησιδικία.
Μαζί με την πολυνομία, η κακονομία είναι δύο πολύ σοβαρά προβλήματα της διαδικασίας νομοθέτησης, που έχουν άμεσες και δραματικές επιπτώσεις σε μια σειρά από τομείς, από τη δημόσια διοίκηση και τη γραφειοκρατία μέχρι την απονομή δικαιοσύνης και την ανάπτυξη. Κυρίως όμως, διαρρηγνύον την ασφάλεια δικαίου που κάθε κράτος είναι υποχρεωμένο να παρέχει στους πολίτες του.
Και ερχόμαστε στα ερωτήματα για τα οποία μιλήσαμε στην αρχή του σημειώματος: Σε ποιον πρέπει να χρεώνεται η μη επιβολή του νόμου; Στη δύναμη του παραβάτη ή στην αδυναμία των οργάνων επιβολής του νόμου; Η μη επιβολή του νόμου, δεν παραβιάζει τα δικαιώματα όσων προστατεύονται από τον νόμο;
Η ύπαρξη των νόμων, ο σεβασμός των πολιτών σε αυτούς και η τιμωρία των παραβατών αποτελούν τους θεμέλιους λίθους πάνω στους οποίους στηρίζεται το σύστημα εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες. Η μη εφαρμογή των νόμων, δεν κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στους θεσμούς; Και τελικά, αν μια οργανωμένη πολιτεία δεν μπορεί να εφαρμόσει τους νόμους που η ίδια ψηφίζει, για ποιον λόγο μπαίνει στη διαδικασία της νομοθέτησης;
Είναι δυνατόν να ηττάται το κράτος από ανεγκέφαλους μπαχαλάκηδες, από κάθε λογής φασαριόζικες κομματικές μειοψηφίες και από κατ’ επάγγελμα επαναστάτες; Και μαζί με το κράτος, να ηττάται και η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών που περιμένει από το κράτος να προστατεύσει τα δικαιώματά της;
