Το 2025 είναι η χρονιά οπου οι σημαντικότεροι παίκτες του κόσμου πρέπει να μετατρέψουν τα σχέδια, τις υποσχέσεις και τις φιλοδοξίες τους σε πράξη.
Ενώ το 2024 ήταν μια χρόνια μεγάλων αλλαγών –κάποιες προγραμματισμένες, όπως οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές εκλογές, άλλες εντελώς απρόβλεπτες, όπως η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία– το 2025 είναι η χρονιά οπου οι σημαντικότεροι παίκτες ωφειλουν να περάσουν από τα λόγια στην πράξη.
Στην Ευρώπη, η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει την διαφορά το 2025. Ο επαναδιορισμός της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, κρύβει το γεγονός ότι η πλειοψηφία που την υποστηρίζει είναι πλέον πιο εύθραυστη και λιγότερο συνεκτική, σε μια εποχή που οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη αυξάνονται . Οι τιμές της ενέργειας είναι τρεις φορές υψηλότερες από ό,τι στις ΗΠΑ, η (φαινομενικά αδυσώπητη) μείωση της βιομηχανικής παραγωγής στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες έχει επιταχυνθεί και οι σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να είναι πολύ πιο τεταμένες.
Η Ursula von der Leyen έχει τρία ευρωπαϊκά «σχέδια» στη διάθεσή της: το σχέδιο του Mario Draghi να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα, το σχέδιο του Ενρίκο Λεττα να ολοκληρώσει την εσωτερική αγορά και το σχέδιο του πρώην Φινλανδού προέδρου Νιινιστο να υπερασπιστεί την Ευρώπη. Το ερώτημα είναι εάν και πώς θα εφαρμοστούν. Μόνο η έκθεση Ντράγκι ορίζει μια πρόσθετη δέσμευση δαπανών ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως – ένα τεράστιο ποσό σε σύγκριση με τον προϋπολογισμό της ΕΕ, ο οποίος εξακολουθεί να ανέρχεται σε λιγότερο από 200 δισεκατομμύρια ευρώ, τα δύο τρίτα των οποίων προορίζονται για την Κοινή Αγροτική Πολιτική και τις πολιτικές συνοχής (σίγουρα όχι για επενδύσεις στο μέλλον της Ένωσης). Η εύρεση των χρημάτων για την υλοποίηση αυτών των σχεδίων θα είναι μια πρόκληση, δεδομένου ότι το μέσο δημόσιο χρέος στην ΕΕ πλησιάζει τώρα το 90% και η ετήσια ανάπτυξη έχει κολλήσει στο 1%. Επιπλέον, στην έκθεση Ντραγκι είναι σαφές ότι χωρίς βαθιές μεταρρυθμίσεις, (πολλές από τις οποίες είναι πολιτικά ευαίσθητες) η Ευρώπη κινδυνεύει να περιθωριοποιηθεί σταδιακά ενόψει του ανταγωνισμού από την Ουάσιγκτον και το Πεκίνο ούτως ή άλλως.
Αυτό αναδεικνύει τις αδυναμίες των δύο μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, οι οποίες σιωπούν εκκωφαντικά για το θέμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η Γερμανία, η οποία θα πάει στις κάλπες τον Φεβρουάριο, πρέπει να αντιμετωπίσει ένα οικονομικό σύστημα που δεν είναι πλέον βιώσιμο: η χαμηλού κόστους ρωσική ενέργεια και οι εξαγωγές στην Κίνα δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται δεδομένες. Η νέα κυβέρνηση της Γερμανίας, θα πρέπει να σκεφτεί πώς θα επιστρέψει στην ανάπτυξη, πόσα θα ξοδέψει για να το κάνει (η Γερμανία είναι μια από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες που έχει ακόμη πολλά δημοσιονομικά περιθώρια). Από την άλλη η Γαλλία, εν τω μεταξύ, θα μπορούσε να βρίσκεται στο κατώφλι μιας μακράς περιόδου πολιτικής παράλυσης: οι πρόωρες εκλογές που διεξήχθησαν το περασμένο καλοκαίρι, σε συνδυασμό με τη συνταγματική απαγόρευση της εκλογικής αναμέτρησης μέσα σε ένα χρόνο, εμποδίζουν τον Μακρόν να επαναφέρει την αποκατάσταση των δημόσιων οικονομικών, ανοίγοντας παράλληλα νέους δρόμους προς την ανάπτυξη. Βέβαια οι δυο περιπτώσεις μπορεί να διαφέρουν, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: μια Ευρώπη με μια ολοένα και πιο επείγουσα ανάγκη για μεταρρυθμίσεις και με λιγότερη πολιτική βούληση για την εφαρμογή της.
Απέναντι στον Ατλαντικό, ο Ντόναλντ Τραμπ επιστρέφει σύντομα στον Λευκό Οίκο, αυτή τη φορά συνοδευόμενος από τον Elon Musk. Από τις 20 Ιανουαρίου, ο Τραμπ θα πρέπει να αποδείξει ότι οι υποσχέσεις του δεν ήταν απλώς αέρας και ότι μπορεί πραγματικά να τις τηρήσει. Θα πρέπει να αποφασίσει ποιες και πόσες από αυτές τις υποσχέσεις είναι άμεσα εφαρμοστές , ακόμη και ενόψει πιθανών αρνητικών αντιδράσεων από τις αγορές και την κοινή γνώμη. Όπως για παράδειγμα : την επιβολή νέων δασμών στην Κίνα και τις απειλές επιβολής νέων δασμών στους συμμάχους (ΕΕ, Καναδάς, Μεξικό) καθώς και την επιβολή στα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν ξανά τις αμυντικές τους δαπάνες, την απέλαση εκατομμυρίων παράνομων μεταναστών, την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, την μείωση των φόρων χωρίς να αυξηθούν τα ήδη υψηλά επίπεδα ανισότητας , καθως κ τον προεδρικό έλεγχο της Fed αναφορικά με τα επιτόκια.
Η Κίνα θα πρέπει επίσης να τηρήσει τις υποσχέσεις της το 2025. Έχοντας κερδίσει μια τρίτη θητεία το 2022, ο Σι Τζινπίνγκ εξακολουθεί να φιλοδοξεί να κάνει την Κίνα υπερδύναμη έως το 2049, αλλά γνωρίζει καλά ότι η οικονομία της κρέμεται από λεπτές ισορροπίες. Η ανάπτυξη επιβραδύνεται (και μπορεί να πέσει κάτω από 5% ετησίως το 2025), λόγω σκεπτικισμού του λαού που η κυβέρνηση παλεύει να διαλύσει. Επιπλέον, οι μέρες που το Πεκίνο μπορούσε να αντέξει οικονομικά αυξάνοντας το χρέος , κυρίως σε υποδομές και ακίνητα, έχουν παρέλθει προ πολλού. Στην πραγματικότητα, τα συνολικά χρέη της εθνικής οικονομίας αυξήθηκαν από 140% του ΑΕΠ το 2008 σε 290% πέρυσι.
Αυτό μας φέρνει σε έναν τελευταίο σημαντικό διεθνή παίκτη που θα πρέπει να κάνει τα λόγια πράξη τον επόμενο χρόνο: τους BRICS. Τα τελευταία δύο χρόνια, η ομάδα επαναλειτούργησε μετά από μια μακρά περίοδο πολιτικής στασιμότητας. Τα μέλη του έχουν αυξηθεί από πέντε σε εννέα και ενδέχεται να αυξηθούν περαιτέρω τα επόμενα χρόνια. Αυτό στέλνει ένα ηχηρό, σαφές μήνυμα στον κόσμο: οι αναδυόμενες χώρες δεν είναι πλέον απλώς πρόσθετες, η οικονομική τους σημασία είναι τόσο σημαντική όσο και αυξανόμενη, και η πολιτική τους βαρύτητα αυξάνεται. Προς το παρόν, ωστόσο, η συμμαχία BRICS παραμένει περισσότερο συμβολική. Πράγματι, τα δύο μεγαλύτερα μέλη της – η Κίνα και η Ινδία – είναι περισσότερο ανταγωνιστές παρά σύμμαχοι.
Το 2025 θα φανεί και το τι μέλλει γενεσθαι στο κατώφλι της Ευρώπης με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τους πολλαπλούς, αλληλένδετους πολέμους στη Μέση Ανατολή. Θα δούμε ένα τέλος ή τουλάχιστον μια παύση σε αυτούς τους πολέμους; Πόσο «δίκαιες» θα είναι αυτές οι αναστολές των εχθροπραξιών ή οι αποκλιμακώσεις; Και με ποιο κόστος θα επιτευχθούν;
Στη Μέση Ανατολή, μια σειρά από δυσεπίλυτα προβλήματα θα απαιτήσουν λύσεις. Θα μπορέσει το Ισραήλ να χαλιναγωγήσει τις συγκρούσεις και να ακυρώσει προσωρινά τους στρατηγικούς εταίρους του Ιράν που απειλούν τα σύνορά του (Χαμάς, Χεζμπολάχ, Συρία ), αλλά που έχουν τόσο υψηλό οικονομικό, ανθρώπινο και πολιτικό κόστος; Και θα μπορέσουν οι Άραβες που φαίνεται να περιμένουν απλώς την «σύναψη ειρήνης » ώστε να επωφεληθούν από το πιθανό μέρισμα μιας νέας ύφεσης ή θα συνεχίσουν η αστάθεια και οι διαμάχες για την εξουσία να μειώνουν την περιφερειακή ανάπτυξη και τις ελπίδες για διαρκή σταθερότητα; Και θα καταφέρει η νέα Συρία να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις των πολλών ένοπλων ομάδων που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται εκεί, από τους Κούρδους που οπλίζονται και χρηματοδοτούνται από τους Αμερικανούς έως τις φιλοτουρκικές πολιτοφυλακές που δεν αποτελούν μέρος της σημερινής ηγετικής ομάδας, και τα απομεινάρια του παλιού Ισλαμικού Κράτους;
Μέσα σε όλα αυτά, τέλος, το 2025 θα προχωρήσει την πράσινη μετάβαση; Πόσες από τις υποσχέσεις που δόθηκαν στην περσινή COP28, ειδικά η υπόσχεση για τριπλασιασμό της παγκόσμιας δυναμικότητας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030, θα αντέξουν το συνδυασμένο σοκ μιας αποχώρησης των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού (και συνεπώς από τις ίδιες τις ετήσιες COP) και μια Ευρωπαϊκή Ένωση που ανησυχεί ότι η μετάβαση κοστίζει πάρα πολύ και προχωρά πολύ γρήγορα σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο; Θα καταφέρει η Δύση να κάνει τη μετάβαση φιλική προς τις επιχειρήσεις; Και θα μπορέσει η Ινδία να μπει σε «κινεζικές» πίστες για να εμποδίσει την ανάπτυξή της να υποστηρίζεται εξ ολοκλήρου από άνθρακα και άλλα ορυκτά καύσιμα;
Εν ολίγοις: ο χρόνος για σχέδια, υποσχέσεις και φιλοδοξίες τελείωσε. Πρέπει τώρα να μετατρέψουμε τα λόγια σε πράξεις.
* Διδάκτωρ του Παν/μιου Βρυξελλών