Στις 27 Μαρτίου 1992 γράφεται μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία θα μπορούσε την ημέρα εκείνη να εξαρθρώσει την τρομοκρατική οργάνωση «17Ν». 

Στην οδό Λουίζης Ριανκούρ (Γαλλίδα θαυμάστρια της Ελλάδας με έντονα φιλελληνικά αισθήματα), στους Αμπελόκηπους, οι αρχές βρέθηκαν τετ α τετ με τους τρομοκράτες, όμως το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης έμελλε να μείνει στην ιστορία ως ένα μεγάλο φιάσκο.

Για να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος και το κόστος της αποτυχίας της επιχείρησης αυτής, λίγους μήνες μετά, στην προσπάθεια της τρομοκρατικής οργάνωσης να δολοφονήσει τον τότε υπουργό Οικονομικών, Γιάννη Παλαιοκρασσά, έχασε τη ζωή του ένα νέο παιδί, ο Θάνος Αξαρλιάν, ο οποίος χαρακτηρίστηκε μάλιστα από τη «17 Νοέμβρη»… παράπλευρη απώλεια.

Ενώ θα ακολουθούσαν τέσσερις ακόμα δολοφονίες (Βρανόπουλος, Σιπαχιόγλου, Περατικός, Σόντερς) πριν από την οριστική εξάρθρωση.

Το τηλεφώνημα της «Άννας» 

Το 1991 η «17 Νοέμβρη» ήταν ιδιαίτερα ενεργή με περίπου είκοσι βομβιστικές επιθέσεις και τρεις δολοφονίες (Στιούαρτ, Βαρής και Τσετίν). 

Την επόμενη χρονιά τη διοίκηση της ΕΛΑΣ αναλαμβάνει ο Στέφανος Μακρής (απεβίωσε το 2018), ο οποίος σε κατάθεσή του τονίζει ότι στις αρχές του τρίτου δεκαημέρου του Μαρτίου δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια γυναίκα η οποία χρησιμοποίησε το όνομα «Άννα». 

Η άγνωστη κυρία τού δηλώνει ότι έχει μια σημαντική πληροφορία για τη «17 Νοέμβρη» και ο Μακρής τής δίνει το προσωπικό του τηλέφωνο για να του αποκαλύψει ότι η «17 Νοέμβρη» ετοίμαζε χτύπημα εναντίον βοηθού εισαγγελέα στις 27 Μαρτίου 1992. 

Η «Άννα» μάλιστα υποστηρίζει ότι θα βρίσκεται κι αυτή στην περιοχή, ότι τα μέλη της «17Ν» θα έφταναν είτε με ασθενοφόρο, είτε με περιπολικό και ότι αν η επιχείρηση αποτύγχανε, τα μέλη της οργάνωσης θα συγκεντρώνονταν στην οδό Λουίζης Ριανκούρ «μπροστά σε ένα παλιό κίτρινο κτήριο όπου υπάρχει κι ένα πάρκινγκ».

Το απόλυτο φιάσκο 

Μετά το τηλεφώνημα ενημερώνεται η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και οργανώνεται επιχείρηση. 

Μια ομάδα των ΕΚΑΜ, με διοικητή τον Μιχάλη Μαυρουλέα, αναλαμβάνει την υπόθεση της Λουίζης Ριανκούρ. Στόχος η παρακολούθηση της περιοχής, η φωτογράφηση υπόπτων και τελικά η σύλληψή τους. 

Το βράδυ της 26ης προς την 27η Μαρτίου ο Μαυρουλέας με την ομάδα του πήγαν στην περιοχή και έκαναν αυτοψία, οι τρεις αστυνομικοί με πολιτικά ήταν σε ένα Fiat και ένας ακόμη προσποιούνταν τον εργάτη. 

Όλοι τους είχαν εστιάσει σε ένα λευκό σταθμευμένο βαν που φαινόταν ύποπτο. 

Τελικά, δεν είχαν άδικο, από αυτό κατεβαίνει ο Σάββας Ξηρός φορώντας περούκα, εκείνη τη στιγμή ο Μαυρουλέας ήταν σε κοντινό περίπτερο και επικοινωνεί με τα κεντρικά, όπου μαθαίνει ότι το λευκό βαν με πινακίδα ΥΒΝ- 5926 είναι κλεμμένο. 

Για εκείνη τη στιγμή κυκλοφορούν τρεις εκδοχές που δεν είναι ξεκάθαρο αν ευσταθούν ή αποτελούν μύθο. 

Σύμφωνα με τη μία, ο άντρας με την περούκα ακολούθησε τον Μαυρουλέα στο περίπτερο για να ακούσει τι θα πει στο τηλέφωνο. 

Η δεύτερη θέλει τον τρομοκράτη και τους αστυνομικούς να κάθονται για λίγο στο ίδιο παγκάκι και να ανταλλάσσουν βλέμματα και η τρίτη την ομάδα των αστυνομικών να μην μπορεί να φωτογραφήσει το βαν και τον ύποπτο γιατί είχε τελειώσει το φιλμ στη μηχανή τους. 

Το φιάσκο ολοκληρώνεται όταν το Fiat με τους αστυνομικούς χάνει το βαν κοντά στον «Ερυθρό Σταυρό». Σύμφωνα με την εκδοχή της ΕΛΑ, το βαν εκμεταλλεύτηκε την κίνηση στη διασταύρωση της οδού Λάμψα με τη Λ. Κηφισίας. 

Χαρακτηριστικό είναι πως στη δίκη της «17Ν», όταν ακούστηκαν οι λεπτομέρειες της υπόθεσης, ο πρόεδρος του δικαστηρίου Μιχάλης Μαργαρίτης, απευθυνόμενος στον Στέφανο Μακρή θα πει: «Απορώ με τον τρόπο που δουλέψατε και αφήνει και σε μένα πολλά ερωτηματικά». 

Ο εντοπισμός του βαν και ο... επίλογος 

Την Κυριακή 29 Μαρτίου 1992 οι αρχές βρίσκουν παρατημένο το βανάκι πίσω από το Γηροκομείο Αθηνών, μέσα στο οποίο βρήκαν ένα 38άρι περίστροφο που είχαν κλέψει από το αστυνομικό τμήμα Βύρωνα. 

Αμέσως, η περιοχή γεμίζει από αστυνομικούς, μέλη της ΕΥΠ και υπαλλήλους της σήμανσης, αλλά πλέον είναι αργά – η ευκαιρία να συλλάβουν τον Ξηρό είχε χαθεί δυο μέρες πριν.

Οι αστυνομικοί είχαν βρεθεί στην περιοχή εκείνη την ημέρα, «άγγιξαν» τους τρομοκράτες και κατάφεραν να μην τους συλλάβουν.

Με δεδομένο ότι ο κ. Μακρής είχε λάβει την πληροφορία στις 20 Μαρτίου γεννιούνται μεγάλα ερωτηματικά αναφορικά με το γιατί η αστυνομία την 27η Μαρτίου 1992 δεν είχε περικυκλώσει την περιοχή. 

Ενώ η επίσημη εκδοχή, ότι την 27η Μαρτίου 1992 στην περιοχή βρίσκονταν συνολικά 60 αστυνομικοί, δεν επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Ποτέ δεν υπήρξε κινητοποίηση δυνάμεων μέσω ασυρμάτου όταν το βαν άρχισε να κινείται και σύμφωνα με κατάθεση στα επίσημα αρχεία βρέθηκε μόνο μια εξασέλιδη αναφορά για την υπόθεση που μιλούσε μόνο για τον εντοπισμό ενός ύποπτου αυτοκινήτου. 

Επομένως, όλα συνηγορούν ότι η «μεγαλειώδης» αντιτρομοκρατική επιχείρηση της 27ης Μαρτίου 1992 ήταν ένα μεγάλο φιάσκο. 

Η διήγηση του Κουφοντίνα 

Στο βιβλίο του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» ο Δημήτρης Κουφοντίνας περιγράφει τα όσα συνέβησαν αφού οι αστυνομικοί εντόπισαν το βαν τους. Χαρακτηριστικά γράφει: 

«Έφτασε ο οδηγός της καμιονέτας (άσπρο βαν), κατέβηκε και πήγε να καθίσει σε ένα κοντινό παγκάκι. Εμείς μέσα στο χώρο φόρτωσης είδαμε από το κουρτινάκι που κάλυπτε το πίσω τζάμι της ένα Φιατ, ασφαλίτικο, με τρεις κλασικούς ασφαλίτες όρθιους απ΄ έξω. Είχαν κάνει πηγαδάκι, πίνοντας καφέ από τα αιώνια πλαστικά ποτηράκια τους.

Τότε ο ένας ξεκίνησε, αργά και βαριεστημένα, με το κυπελλάκι τον καφέ στο χέρι, να έρχεται προς την καμιονέτα. Ταυτόχρονα ο ένας από τους άλλους δυο έδειξε με τα μάτια τον οδηγό μας που μόλις είχε καθίσει στο παγκάκι. Ο πρώτος ασφαλίτης είχε φτάσει ήδη στην καμιονέτα.

Είχε κολλήσει το πρόσωπό του στο πίσω τζάμι προσπαθώντας να δει μέσα. Σαραντάρης, γεμάτος, δεν φαινόταν εκπαιδευμένος ΕΚΑΜίτης. Δεν το ήξερε, αλλά από την άλλη πλευρά στο τζάμι ακουμπούσε η κάννη ενός αυτόματου όπλου, οπλισμένου, δίχως ασφάλεια, με δυο γεμάτους γεμιστήρες.

Ένα άλλο σημάδευε σταθερά τους άλλους δυο ασφαλίτες. Έφυγα από το πίσω μέρος της καμιονέτας και πήγα μπροστά. Ζήτησα από τον οδηγό να ξεκινήσει ήρεμα. Πίσω μας οι τρεις ασφαλίτες μπήκαν στο Φίατ και μας ακολούθησαν.

Ίσως κατάλαβαν τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν πλησίασαν πολύ. Δύο αυτόματα τους είχαν κάτω από την κάννη τους, τρεις χειροβομβίδες είχαν βγει από τη θήκη τους».