25 Ιουνίου 1950. Ημέρα Κυριακή. Ξημερώνει με πυροβολισμούς στην άλλη άκρη του κόσμου, στην κορεατική χερσόνησο. Η Βόρεια Κορέα περνά τα σύνορα του 38ου παράλληλου και εισβάλλει στον Νότο. Μέσα σε λίγες ώρες, ο Ψυχρός Πόλεμος γίνεται κανονικός. Και η Ελλάδα, μια χώρα με σπασμένα κόκαλα απ’ την Κατοχή και τον Εμφύλιο, ετοιμάζεται για να πάει εκεί μακριά στην Κορέα.
Ο πόλεμος στην Κορέα δεν ήταν «δικός μας». Δεν τον ξεκινήσαμε εμείς, δεν τον ζητήσαμε. Και όμως, πήγαμε. Όχι γιατί είχαμε αποικίες. Ούτε για πετρέλαια, ούτε για τιμές, ούτε για γεωπολιτικές αναβαθμίσεις. Πήγαμε γιατί είχαμε μόλις βγει από την κόλαση του Εμφυλίου και ξέραμε – με το πιο πικρό αίμα – τι σημαίνει να πέφτει πάνω σου μια ξένη ιδεολογία και να διαμελίζει πατρίδες.
Η Ελλάδα ήταν μία από τις ελάχιστες χώρες που δεν έστειλαν απλώς ανθρωπιστική βοήθεια, αλλά μάχιμο εκστρατευτικό σώμα. Το περίφημο «Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος», με 1.000 στρατιώτες και στη συνέχεια με την ελληνική 13η Μοίρα Σμηναρχίας Μεταφορών (μεταγωγικά C-47), έδωσε παρών σε επιχειρήσεις που οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ούτε θέλουν να θυμούνται πως υπήρξαν.
Η μάχη του Χάρι (1953), η πιο φονική για τους Έλληνες, έγινε σύμβολο. Εκατό Έλληνες, σ’ έναν λόφο με κωδικό “Outpost Harry”, άντεξαν κύματα από επιθέσεις Κινέζων στρατιωτών – με λόγχες και χειροβομβίδες – σώμα με σώμα, νύχτα με νύχτα. Και δεν έπεσε ο λόφος. Ούτε η σημαία.
Σκοτώθηκαν 186 Έλληνες. Πολλοί περισσότεροι τραυματίστηκαν. Και όμως, δεν το συζητάμε. Δεν κάναμε ταινία. Δεν χτίσαμε μνημείο στην Πλατεία Συντάγματος. Δεν το βάλαμε καν στα σχολικά βιβλία.
Γιατί πήγαμε στην Κορέα; Γιατί δεν λέμε «όχι» στις υποχρεώσεις της ιστορίας, έστω κι αν δεν μας αναγνωρίζει ποτέ κανείς. Γιατί το «είμαστε μικρή χώρα» το λένε οι άλλοι για μας. Εμείς λέμε: «Πού είναι το καθήκον; Εκεί πάμε.»
Και εδώ είναι το παράδοξο:
Οι «μεγάλες δυνάμεις» εκείνη την εποχή διάλεγαν στρατόπεδο με το χαρτί του πετρελαίου στο χέρι. Υπερδυνάμεις πουλούσαν εξοπλισμούς και ιδεολογίες, αλλά απέφευγαν να ματώσουν.
Η Ιταλία κράτησε ουδετερότητα. Η Ισπανία το ίδιο. Η Γαλλία, απορροφημένη στις αποικίες της στην Ινδοκίνα, έστειλε μερικούς εθελοντές. Η Μεγάλη Βρετανία έστειλε δυνάμεις, αλλά με βαριά ανταλλάγματα.
Η Ελλάδα όμως – μια χώρα ρημαγμένη, εξαντλημένη και φτωχή – πήγε. Με τους φαντάρους της, με τα μεταγωγικά της, με τη σημαία της.
Όχι για να «κερδίσει» το παιχνίδι των μεγάλων, αλλά για να αποδείξει ότι υπάρχουν ακόμη χώρες που δεν πουλούν τη θέση τους απέναντι στο κακό.
Η Ελλάδα ήταν μικρή, αλλά αξιοπρεπής. Οι άλλοι ήταν μεγάλοι, αλλά μετρημένοι σε συμφέροντα.
Κάθε 25 Ιουνίου θυμόμαστε κάτι απλό αλλά τεράστιο: Ότι η Ελλάδα δεν είναι απλώς μια χώρα μικρή στον χάρτη.
Είναι μια ψυχή που δεν υπολογίζει τα μεγέθη όταν πρόκειται για το καθήκον.
Μια ψυχή που, όποτε χρειάστηκε, στάθηκε όρθια, ανυποχώρητη και περήφανη.
Και αυτό, όσα χρόνια κι αν περάσουν, είναι η μεγαλύτερη μας δύναμη.