Ο καύσωνας του 1987 ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου, τότε δεν είχαμε αιρκοντίσιον, καλά καλά
δεν είχαμε ούτε ανεμιστήρα, επί οκτώ μέρες πέθαιναν άνθρωποι, γέμισαν οι νεκροθάλαμοι, θυμάμαι τα ρεπορτάζ εκείνων των ημερών, επιστρατεύτηκαν βαγόνια-ψυγεία, η πόλη των Αθηνών πλήρωσε με παραπάνω από χίλιους νεκρούς.
Εγώ ήμουν πολύ νέα τότε και η μόνη απώλεια που είχα ήταν ένα ζευγάρι παπούτσια που έλιωσαν ένα μεσημέρι στην άσφαλτο της Πατησίων, είχα στενοχωρηθεί, νόμιζα ότι ήταν πολύ σοβαρό ατύχημα, μέχρι που έφτασε το 1992 και τα παπούτσια που φορούσα στις 14 Ιουλίου μούσκεψαν στο αίμα του Θάνου Αξαρλιάν, προτού ματώσουν τα παπούτσια μου έχασα την ακοή μου από τη ρουκέτα, ήταν η στιγμή που ο Κουφοντίνας πίεσε τη σκανδάλη πιεσμένος από τη σύζυγό του να γυρίσει γρήγορα από τη «δουλειά» για να πάνε διακοπές, έτσι κατέθεσε στο δικαστήριο για να δικαιολογήσει την εκτόξευση ρουκέτας καταμεσήμερο
στην καρδιά του Συντάγματος.
Ο Θάνος έπεσε σαν λαβωμένο σπουργίτι δίπλα μου, από τότε σκέφτομαι ότι από τύχη δεν
ήμουν εγώ το σπουργίτι, δευτερόλεπτα πριν είχαμε πει καλημέρα. Έκτοτε δεν περνάει μέρα
που να μη μακαρίσω την τύχη μου και να μην αναθεματίσω τον δολοφόνο. Δεν περνάει
μέρα που δεν θα αναρωτηθώ από τι υλικό είναι φτιαγμένοι όσοι στοιχίζονται πίσω από τα
πανό «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» και διαδηλώνουν υπέρ των δικαιωμάτων του πολυισοβίτη
δολοφόνου – μερικοί κι από τα έδρανα της Βουλής. Θα έγραφα «χώμα ελαφρύ», αλλά ο Θάνος είναι ήδη χώμα κι εγώ είμαι ζωντανή για να ιστορώ το αθώο αίμα που έβαψε τότε τα παπούτσια μου…