Σαν σήμερα, 29 Δεκεμβρίου του 1966 στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης έπεσε η αυλαία μιας από τις πιο εμβληματικές και φορτισμένες πολιτικά δίκες της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η υπόθεση αφορούσε τη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς, γιατρού και αγωνιστή της ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη, ενός ανθρώπου που με τη δράση και τον θάνατό του έμελλε να γίνει σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής.
Τρία χρόνια νωρίτερα, τον Μάιο του 1963, η Θεσσαλονίκη είχε γίνει σκηνικό ενός εγκλήματος που συγκλόνισε τη χώρα. Ο Λαμπράκης, επιστρέφοντας από εκδήλωση υπέρ της ειρήνης, δέχθηκε δολοφονική επίθεση από παρακρατικούς, μπροστά στα μάτια πολιτών και αστυνομικών. Χτυπημένος βαριά στο κεφάλι, πάλεψε για τη ζωή του επί πέντε ημέρες, πριν τελικά υποκύψει στα τραύματά του.
Η δολοφονία του δεν ήταν ένα τυχαίο περιστατικό βίας. Από τις πρώτες κιόλας ώρες, έγινε φανερό ότι πίσω από την επίθεση κρυβόταν ένας ολόκληρος μηχανισμός από παρακρατικές ομάδες που δρούσαν ανενόχλητες, με την ανοχή –αν όχι τη συνεργασία– κρατικών υπηρεσιών. Η έρευνα του ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη αποκάλυψε ένα σκοτεινό πλέγμα σχέσεων, φέρνοντας για πρώτη φορά τόσο καθαρά στο φως τον ρόλο του παρακράτους.
Η δίκη που ξεκίνησε το 1966 δεν αφορούσε μόνο τους φυσικούς αυτουργούς της δολοφονίας. Στο εδώλιο βρέθηκε, έστω και έμμεσα, ολόκληρο το πολιτικό και θεσμικό σύστημα της εποχής. Η ελληνική κοινωνία παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα, γνωρίζοντας πως η απόφαση δεν θα αφορούσε μόνο το παρελθόν, αλλά και το μέλλον της δημοκρατίας.
Στις 29 Δεκεμβρίου, οι ένορκοι ανακοίνωσαν την ετυμηγορία τους. Οι δύο βασικοί δράστες, ο Σπύρος Γκοτζαμάνης και ο Μανώλης Εμμανουηλίδης, κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές φυλάκισης.
Όμως, την ίδια στιγμή, όλοι οι αξιωματικοί της Χωροφυλακής που κατηγορούνταν για ηθική αυτουργία, συγκάλυψη ή παράβαση καθήκοντος απαλλάχθηκαν.
Η απόφαση άφησε μια πικρή γεύση. Η φυσική δολοφονία είχε τιμωρηθεί, αλλά το παρακράτος, ο μηχανισμός που όπλισε το χέρι των δολοφόνων, έμοιαζε να διαφεύγει της πλήρους δικαιοσύνης. Η δίκη επιβεβαίωσε αυτό που πολλοί υποψιάζονταν, χωρίς όμως να φτάσει μέχρι τέλους.
Παρά τα κενά της, η υπόθεση Λαμπράκη άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα. Προκάλεσε πολιτικούς σεισμούς, ενίσχυσε τις κοινωνικές αντιδράσεις, συνέβαλε στην αποσταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού και κατέστη σύμβολο του αγώνα για δημοκρατία και διαφάνεια. Το γράμμα «Ζ» –«Ζει»– που γράφτηκε στους τοίχους μετά τη δολοφονία, δεν ήταν απλώς μια ζωγραφιά ήταν μια συλλογική δήλωση αντίστασης.
Σαν σήμερα, η μνήμη της δίκης και της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη επιβεβαιώνει ότι η δημοκρατία δεν είναι δεδομένη. Κερδίζεται, δοκιμάζεται και, πολλές φορές, πληρώνεται ακριβά. Και η ιστορία εκείνων των ημερών εξακολουθεί να φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές της εξουσίας, καλώντας τη μνήμη να παραμένει σε εγρήγορση.

