Σαν σήμερα, στις 12 Νοεμβρίου 1998, συνελήφθη στο αεροδρόμιο Φιουμιτσίνο της Ρώμης ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο άνθρωπος που για πολλούς Κούρδους θεωρείται σύμβολο αντίστασης, και για την Τουρκία ένας από τους πιο επικίνδυνους τρομοκράτες της εποχής. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους για τον ηγέτη του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK), ενός κινήματος που από το 1984 είχε ανοίξει έναν αιματηρό κύκλο συγκρούσεων με τον τουρκικό στρατό, με χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια εκτοπισμένους.

Ο Οτσαλάν είχε εγκαταλείψει τη Συρία λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ύστερα από πιέσεις της Άγκυρας προς το καθεστώς Άσαντ. Μετά από μια περιπλάνηση που θύμιζε καταδίωξη ψυχρού πολέμου, προσπάθησε να βρει άσυλο στη Ρωσία, στη συνέχεια στην Ιταλία. Έφτασε στη Ρώμη με πλαστό διαβατήριο και συνελήφθη αμέσως από τις ιταλικές αρχές, βάσει διεθνούς εντάλματος που είχε εκδώσει η Γερμανία.

Η παρουσία του Οτσαλάν στη Ρώμη προκάλεσε διπλωματικό σεισμό. Η Τουρκία απαίτησε την άμεση έκδοσή του, οι Κούρδοι διαδήλωναν υπέρ του σε όλη την Ευρώπη, ενώ η ιταλική κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά σε ένα νομικό και πολιτικό αδιέξοδο. Το ιταλικό σύνταγμα απαγόρευε την έκδοση σε χώρα όπου ισχύει η θανατική ποινή, και έτσι η Ρώμη αρνήθηκε να τον παραδώσει στην Άγκυρα. Η υπόθεση διχάσε την ιταλική κοινή γνώμη και έφερε την Ευρώπη αντιμέτωπη με το ερώτημα: πώς ορίζεται η «τρομοκρατία» όταν πίσω της βρίσκεται ένας εθνικός αγώνας;

Η υπόθεση του Οτσαλάν είχε και ελληνικές προεκτάσεις. Την περίοδο εκείνη, η Αθήνα παρακολουθούσε με ανησυχία τις εξελίξεις, γνωρίζοντας ότι η κουρδική υπόθεση επηρέαζε άμεσα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Λίγους μήνες αργότερα, η Ελλάδα θα βρισκόταν και η ίδια στο επίκεντρο της ιστορίας, όταν ο Οτσαλάν, κυνηγημένος πια απ’ όλες τις πλευρές, θα κατέληγε στην ελληνική πρεσβεία στο Ναϊρόμπι, για να συλληφθεί τελικά από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες στις 15 Φεβρουαρίου 1999.

Η σύλληψή του στη Ρώμη, όμως, ήταν το πρώτο δημόσιο χτύπημα στο μύθο του, γιατί για πρώτη φορά, ο άνθρωπος που είχε καταφέρει να κινητοποιήσει ολόκληρο έθνος βρισκόταν υπό κράτηση, σε μια ευρωπαϊκή χώρα που προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις πολιτικές πιέσεις. Ο ίδιος δήλωνε τότε ότι «δεν πολέμησα για την εξουσία, αλλά για την αξιοπρέπεια των Κούρδων», επιχειρώντας να μετατρέψει τη δίκη του σε πολιτικό βήμα.

Από εκείνη την ημέρα, η πορεία του Οτσαλάν άλλαξε για πάντα. Η Ευρώπη κατάλαβε ότι η κουρδική υπόθεση δεν ήταν πια ένα «περιφερειακό» ζήτημα, αλλά μέρος ενός ευρύτερου γεωπολιτικού χάρτη. Κι ο ίδιος, φυλακισμένος πια στο νησί Ιμραλί, θα μεταμορφωνόταν από πολέμαρχο σε θεωρητικό, γράφοντας μέσα από το κελί του για τη «δημοκρατική αυτονομία» και τον ειρηνικό αγώνα των Κούρδων.

Μέχρι και σήμερα, η εικόνα του Οτσαλάν στο αεροδρόμιο της Ρώμης θυμίζει τις διεθνείς διαστάσεις του κουρδικού ζητήματος και τη σημασία των διπλωματικών και νομικών διαδικασιών σε περιπτώσεις με παγκόσμιο αντίκτυπο και η σύλληψη του επιβεβαιώνει πως η Ιστορία συχνά κρίνεται στα σημεία όπου η ασφάλεια, η δικαιοσύνη και η διπλωματία διασταυρώνονται.