Την Πέμπτη το βράδυ στη Βουλή ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για τον κατώτατο μισθό και τον υπολογισμό του μέσω αλγόριθμου, δημιουργώντας παράλληλα «δίχτυ ασφαλείας» για τους εργαζόμενους που αμείβονται με αυτόν. Και όμως η αντιπολίτευση –«σοβαρή» και μη– καταψήφισε, επικαλούμενη την ανάγκη να καθορίζονται οι μισθοί μέσα από εθνική συλλογική σύμβαση.
Μόνο που υπάρχει ένα «αλλά». Ο νόμος δεν απαγορεύει τις συλλογικές συμβάσεις και τη διαπραγμάτευση των κοινωνικών εταίρων, αλλά βάζει τις βάσεις ώστε, κατά τον καθορισμό της ετήσιας αύξησης του κατώτατου μισθού, να λαμβάνεται υπόψη η ακρίβεια και η αύξηση της παραγωγικότητας.
Με βάση τα παραπάνω, αν ο αλγόριθμός βγάλει κατώτατο μισθό 1.000 ευρώ, οι κοινωνικοί εταίροι θα μπορούν να διαπραγματευθούν από αυτό το ποσό και πάνω. Και ναι μεν στην αντιπολίτευση υποστηρίζουν ότι οι επιχειρήσεις δεν θα μπουν στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, όμως το ίδιο μπορούν να κάνουν και ως προς τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή να εκκινούν από χαμηλότερη βάση.
Εκτός και αν στόχος της είναι να αναζωογονηθούν τα… συνδικάτα, να παίξουν πάλι ρόλο οι απαξιωμένοι συνδικαλιστές και να ζήσει η χώρα καταστάσεις από το παρελθόν, που τελικά δεν οδηγούσαν πουθενά.
Ο νέος νόμος αφορά και το Δημόσιο, αφού οι δημόσιοι υπάλληλοι θα προστατεύονται από τον κατώτατο μισθό. Και όμως, στην αντιπολίτευση βρήκαν ευκαιρία για… αντιπολίτευση. Οι κραυγές περί κατάργησης της διαπραγμάτευσης σε βάρος των εργαζομένων, την ώρα που ο νόμος ορίζει πως ο κατώτατος μισθός δεν μπορεί να μειωθεί αλλά μόνο να αυξηθεί, είναι ενδεικτικές της λογικής του… παραλόγου, ενώ πάει κόντρα σε λογικές του στιλ «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Αλλωστε μέχρι και για την ηλεκτρονική κάρτα εργασίας, που τη ζητούσε χρόνια η ΓΣΣΕ, είχαν αντιδράσει. ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και λοιπές δυνάμεις διατηρούν το «όχι σε όλα» ακόμη και σε μείζονος σημασίας αποφάσεις. Αυτό δύσκολα θα αλλάξει. Ειδικά τώρα που επιλέγουν το σκληρό ροκ για ν’ απευθυνθούν στην ίδια δεξαμενή ψηφοφόρων.