Μια ημέρα πριν την έναρξη της συζήτησης επί του προϋπολογισμού στη Βουλή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον ενέκρινε χωρίς επιφυλάξεις. Και όμως εδώ θα αποτελέσει αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης, με την αντιπολίτευση έτοιμη να σηκώσει το λάβαρο της επανάστασης, προχωρώντας σε ρεσιτάλ λαϊκισμού και πλειοδοσίας.

Ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει μειώσεις φόρων, αυξήσεις αποδοχών, αλλά και ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος, συμβάλλει στην ανάταξη και περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας σε μια περίοδο διεθνών αναταράξεων.

Αρκεί να σημειωθεί ότι χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία οδηγούνται στη λιτότητα και στη μείωση των δαπανών και βρίσκονται στην αντίπερα όχθη, σε σχέση με την Ελλάδα, για αρνητικούς λόγους.

Κι όμως, η αντιπολίτευση επιδιώκει να μετατρέψει τη συζήτηση σε πεδίο πολιτικής κόντρας και επιθέσεων κατά της κυβέρνησης. Αυτό συμβαίνει πάντα θα πει κανείς, ειδικά όταν η ψήφισή του χαρακτηρίζεται ως ψήφος εμπιστοσύνης προς την εκάστοτε κυβέρνηση. Το ζήτημα όμως είναι ότι ενώ η οικονομία πατά στα πόδια της και ο πρωθυπουργός έχει ξεκαθαρίσει πως η κοινωνική συνοχή και η στήριξη των πολιτών με την αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας είναι προτεραιότητα, τα στελέχη της αντιπολίτευσης και, κυρίως, οι επικεφαλής των κομμάτων που την απαρτίζουν, διαγκωνίζονται σε πλειοδοσία υποσχέσεων. Ζητούν και υπόσχονται περισσότερες παροχές, αν και γνωρίζουν πως η δημοσιονομική και πολιτική σταθερότητα είναι αυτή που καθορίζει τα επόμενα βήματα. Παρ’ όλα αυτά, επιμένουν στον λαϊκισμό.

Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ, μετά την τροπολογία για φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών που έπεσε στο κενό, ζητάει πρωτοβουλίες για τις χρεώσεις και τις προμήθειες, τις οποίες ο πρωθυπουργός έχει ήδη προαναγγείλει. Το κόμμα προτείνει κατάργησή τους, διότι εκτιμά πως με αυτόν τον τρόπο θα μπορεί να καταγγείλει την κυβέρνηση και να κατηγορεί τον πρωθυπουργό ότι δεν λαμβάνει μέτρα. Περισσότερο ως επικοινωνιακό πυροτέχνημα μπορεί να κριθεί, παρά ως σοβαρή αντιπολίτευση.