Ο Προκόπης Παυλόπουλος, ο απαθής θεατής όταν βρέθηκε στο ανώτατο θεσμικό αξίωμα, τώρα ξαναβρήκε τη μιλιά του.

Εντύπωση αλλά και εύλογα ερωτήματα προκαλούν οι πρόσφατες δημόσιες παρεμβάσεις του Προκόπη Παυλόπουλου για τις υποκλοπές, το κράτος δικαίου, τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και την ποιότητα της Δημοκρατίας στη χώρα. Όχι τόσο για το περιεχόμενό τους όσο για το πολιτικό βάρος εκείνου που τις διατυπώνει.

Κι αυτό διότι ο κ. Παυλόπουλος, κατά τη διακυβέρνηση Τσίπρα, βρέθηκε στον πυρήνα της εξουσίας και εκείνη τη μαύρη περίοδο επέλεξε τον ρόλο του παρατηρητή. Τώρα εμφανίζεται ως τιμητής, λες και το πρόσφατο παρελθόν αποτελεί μια μακρινή ανάμνηση. Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ένας πολιτικός με μακρά διαδρομή στην κορυφή του κράτους και με ευθύνη –άμεση ή έμμεση– για όσα συγκρότησαν το μοντέλο διακυβέρνησης που οδήγησε τη χώρα στην παρακμή.

Πρώτον: ο πολιτικός που έβλεπε την Αθήνα να καίγεται από τους μπαχαλάκηδες. Η θητεία του στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης έχει μείνει στη συλλογική μνήμη ως περίοδος κατά την οποία η έννοια της δημόσιας τάξης έμοιαζε να υποχωρεί μπροστά στην εικόνα μιας πρωτεύουσας που συχνά παρέπεμπε σε εμπόλεμη ζώνη. Εκείνη την περίοδο επικράτησαν ανομία, καταστροφές, φόβος και μια αίσθηση ότι το κράτος είτε δεν μπορούσε είτε δεν ήθελε να προστατεύσει τον πολίτη.

Δεύτερον: ο πολιτικός που γέμισε το Δημόσιο με εκατοντάδες χιλιάδες προσλήψεις και στο τέλος χρεοκόπησε η χώρα. Ο κ. Παυλόπουλος υπηρέτησε ένα πολιτικό σύστημα που έκανε τις προσλήψεις εργαλείο πολιτικής επιρροής, όχι διοικητικής λειτουργίας. Το πελατειακό κράτος δεν προέκυψε από μόνο του. Χτίστηκε με αποφάσεις, με νοοτροπία, με την ιδέα ότι το Δημόσιο είναι χώρος τακτοποίησης και όχι μηχανισμός υπηρεσιών. «Γαλάζια» στελέχη εκτιμούν ότι είναι δύσκολο να ακούς σήμερα, με σηκωμένο δάχτυλο, κηρύγματα περί θεσμών από πολιτικούς που υπηρέτησαν με συνέπεια το μοντέλο που έσπρωξε τη χώρα στο αδιέξοδο.

Τρίτον: ο «τουρκοφάγος» που καθόταν σαν... κουταβάκι δίπλα στον Ερντογάν μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο. Μάλιστα, στη συνάντησή του με τον Τούρκο πρόεδρο, άκουγε τον Ερντογάν να του λέει το εξής: «Για παράδειγμα, στη Συνθήκη της Λωζάνης χαρακτηρίζεται μουσουλμανική η μειονότητα στην Ελλάδα, αλλά ακόμα και στο ευρωπαϊκό δικαστήριο αναφέρεται η λέξη τουρκική», με τον ίδιο να του απαντά ως... καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου!

Τέταρτον: ο πολιτικός που κόπτεται ότι είναι υπέρ του κράτους δικαίου, αλλά έχασε τη λαλιά του για τη σκευωρία Novartis. Εκεί, η σιωπή ήταν ουσιαστικά εκκωφαντική. Την περίοδο που η δημόσια ζωή δηλητηριαζόταν από μια υπόθεση που κατέληξε να καταγράφεται –κατά τους επικριτές της τότε κυβέρνησης– ως κορυφαίο δείγμα πολιτικής εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης, ο ανώτατος πολιτειακός παράγοντας δεν είπε κουβέντα. Και μάλιστα όταν οι κατηγορίες και οι κάλπες στήνονταν για πολιτικά πρόσωπα με τα οποία είχε βρεθεί στην ίδια κυβέρνηση ενώ προέρχονταν από την ίδια πολιτική μήτρα.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα. Ο κ. Παυλόπουλος εμφανίζεται να εγκαλεί την κυβέρνηση για υποκλοπές, εξεταστικές, αμφισβήτηση της Δικαιοσύνης. Ο ίδιος ξεχνά ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του ο ΣΥΡΙΖΑ είχε απορρίψει όλα τα αιτήματα της αντιπολίτευσης για τη σύσταση Εξεταστικών ή Προανακριτικών Επιτροπών, με τον ίδιο τότε και πάλι να επιλέγει την αφωνία. Πολλοί, δε, θεωρούν ότι με τη συγκεκριμένη στάση του κάλυπτε πλήρως τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος του είχε δώσει τα κλειδιά του Προεδρικού Μεγάρου.

Σε κάθε περίπτωση, η δημόσια τοποθέτηση του κ. Παυλόπουλου δεν μπορεί να αποσπαστεί από τη δική του πολιτική διαδρομή. Όταν κάποιος έχει βρεθεί στο ανώτατο θεσμικό αξίωμα σε μία από τις πιο ταραχώδεις περιόδους της χώρας και επέλεξε τότε τον ρόλο της σιωπής και της θεσμικής αδράνειας, η εκ των υστέρων προσπάθεια να εμφανιστεί ως τιμητής των πάντων δημιουργεί ερωτήματα αξιοπιστίας και συνέπειας. Και όσο κι αν ο δημόσιος λόγος ντύνεται με αναφορές σε θεσμούς και Δημοκρατία, στο τέλος αυτό που μετρά είναι η συνέπεια ανάμεσα σε λόγια και πράξεις. Διαφορετικά, η παρέμβαση εκλαμβάνεται ως όψιμη απόπειρα ηθικής αποκατάστασης...