Σφοδρή κριτική από τον εκδότη του «Βήματος» και αρθρογράφο των «Νέων», Γιάννη Πρετεντέρη, σε «αντιπολίτευση και διάφορα συμφέροντα που δεν γουστάρουν την κυβέρνηση θέλησαν να χρησιμοποιήσουν τον Covid, τις υποκλοπές, τις πυρκαγιές ή τα Τέμπη για να κοντύνουν την κυβέρνηση». Στο άρθρο του στα «Νέα» με τίτλο «Πίσω στα βασικά», αναφερόμενος στο θέμα των παρακολουθήσεων, γράφει:
«Η κυβέρνηση προσπάθησε από την πλευρά της να αποφύγει την αποσταθεροποίησή της και προσέφυγε όπως ήταν φυσιολογικό στη Δικαιοσύνη. Πού να προσφύγει κάποιος για ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα ή τη φωτιά στον Βαρνάβα; Στην ΟΥΕΦΑ; Η Δικαιοσύνη έκανε τη δική της δουλειά κι έκρινε κατά περίπτωση. Σωστά ή λάθος, έτσι έκρινε. Μετά έρχεται η αντιπολίτευση με διαφόρους νομικούς, συγγενείς, χορηγούς, βουλευτές, δημοσιογράφους που κάνουν τους πράκτορες ή πράκτορες που κάνουν τους δημοσιογράφους και φωνάζει επειδή οι άλλοι δεν κάθισαν να χάσουν».
Αναλυτικά το άρθρο του Γ. Πρετεντέρη:
Πίσω στα βασικά
Του Ι.Κ. Πρετεντέρη
Πάντα εκπλήσσομαι όταν διαπιστώνω ότι ξοδέψαμε πενήντα χρόνια πλήρους δημοκρατίας για να επιστρέφουμε ακατάπαυστα στα βασικά. Και κυρίως να επιστρέφουμε για αστείους λόγους και με αδιανόητες αφορμές. Πάμε λοιπόν άλλη μια φορά από την αρχή. Στη σύγχρονη δημοκρατία, τον τελευταίο λόγο στην πολιτική έχει ο λαός. Εκείνος επιλέγει τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση που θέλει. Κι εκείνος τους αλλάζει. Στη σύγχρονη δημοκρατία, τον τελευταίο λόγο στη Δικαιοσύνη έχει η Δικαιοσύνη. Εκείνη εφαρμόζει τον νόμο σε διάφορα επίπεδα ή βαθμίδες, κρίνει το νόμιμο και το παράνομο σε κάθε υπόθεση που οδηγείται ενώπιον της.
Καλώς ή κακώς έτσι λειτουργεί η δημοκρατία εδώ και δυόμισι αιώνες όπου υπάρχει δημοκρατία στον πλανήτη. Στη Νέα Σμύρνη, τη Νέα Ορλεάνη ή το Ουέλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας.
Κρίνονται οι αποφάσεις της κυβέρνησης και της Δικαιοσύνης; Προφανώς. Όλα κρίνονται. Κι από όλους. Αν μάλιστα όσοι κρίνουν έχουν και στοιχειώδη γνώση όσων κρίνουν, ακόμη καλύτερα για τα καφενεία που τους ακούν. Μπορεί, ας πούμε, να αγανακτεί κάποιους «η παραδοχή της νομιμότητας των παρακολουθήσεων» («ΤΑ ΝΕΑ», 30/7). Μόνο που η νομιμότητα αυτή ισχύει σε όλες τις δημοκρατίες του πλανήτη, φυσικά και στην Ελλάδα με νόμο από το… 1994. Τριάντα χρόνια είναι μάλλον ετεροχρονισμένη αγανάκτηση.
Η περιλάλητη ΑΔΑΕ άλλωστε ελέγχει τη νομιμότητα, όχι τη σκοπιμότητα της άρσης απορρήτου. Ουδείς της έχει αναθέσει την επιτήρηση των υπηρεσιών πληροφοριών ή της «εθνικής ασφάλειας» (Χρ. Ράμμος, Syntagmawatch, 5/8).
Η βασική αλήθεια είναι λοιπόν ότι ο καθένας έχει έναν ρόλο να επιτελέσει στη δημοκρατία.
Είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει, η κυβέρνηση είναι εκείνη που κυβερνά στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων, όσο διαθέτει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου. Δεν κυβερνά με ρεφενέ, ούτε «με του βοηθού το χέρι».
Η Δικαιοσύνη από την άλλη είναι εκείνη που αποφασίζει αν υπάρχει κάτι μεμπτό με τις υποκλοπές, ποιοι φταίνε για τη δολοφονία του Καραϊβάζ ή αν είναι ένοχη η Πισπιρίγκου. Χωρίς να ρωτάει τους περαστικούς. Διότι οι δημοκρατίες δεν είναι καφενεία. Η Βουλή δεν αποτελεί δικαστήριο. Ούτε ο Άρειος Πάγος υποκαθιστά τη Βασιλική Χωροφυλακή. Και φυσικά οι θεσμοί δεν λειτουργούν σε καθεστώς ασίγαστης έξαψης. Όσο λοιπόν ο καθένας κάνει τη δουλειά του, κανένα πρόβλημα. Η δουλειά της δημοκρατίας άλλωστε δεν είναι μία και δεν είναι ίδια. Όλοι οι καλοί χωρούν.
Ο Τραμπ καταδικάστηκε πρόσφατα για 34 αδικήματα και είναι υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ. Οι δικαστές έκριναν, αλλά οι ψηφοφόροι είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο. Μπορεί να τον βγάλουν Πρόεδρο σε λίγες εβδομάδες. Στην Ελλάδα, η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» ζητούσε να κληθεί η ηγεσία του Αρείου Πάγου στη Βουλή να ελεγχθεί επειδή ένα πόρισμά της δεν άρεσε στην αντιπολίτευση (2/8). Είναι η στιγμή που το παραλήρημα συναντάει τη γελοιότητα. Και ευτυχώς που η συνάντησή τους κατέληξε σε φιάσκο. Διαφορετικά ακόμη κι ο Τραμπ θα έπεφτε στα νύχια της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Στην πραγματικότητα λοιπόν έχουμε δύο ανεξάρτητες εξουσίες που η καθεμία κάνει τη δουλειά της.
Η επίκληση ενός αυτονόητου σεβασμού από τη μία ή την άλλη πλευρά δεν προϋποθέτει σύμπτωση ή συμφωνία. Κάθε άλλο. Σέβεσαι κυρίως όταν διαφωνείς και είναι θεμιτό να διαφωνείς. Δημοκρατία έχουμε. Ακόμη περισσότερο που στη δημοκρατία ο Άρειος Πάγος δεν καθοδηγείται από το υπουργικό συμβούλιο, την «Ηνωμένη Αντιπολίτευση» ή από διάφορους συγγενείς θυμάτων. Ούτε φυσικά το Μέγαρο Μαξίμου, η αντιπολίτευση κι οι συγγενείς είναι απαραίτητο να συμφωνούν με τον Άρειο Πάγο για να τον σέβονται.
Ξέρετε γιατί; Επειδή ο σεβασμός στη Δικαιοσύνη δεν υπόκειται σε προϋποθέσεις. Είναι αυτονόητος.
Δεν τη σεβόμαστε δηλαδή επειδή μας αρέσουν ή μας βολεύουν οι αποφάσεις της. Τη σεβόμαστε επειδή η κοινωνία μας δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτήν, όποιες κι αν είναι οι αποφάσεις της. Και τη σεβόμαστε ακόμη περισσότερο όταν μια θορυβώδης οχλαγωγία την επικρίνει. Όχι επειδή η Δικαιοσύνη έχει απαραιτήτως και πάντα δίκιο. Αλλά επειδή οφείλει να μην υποτάσσεται στον θόρυβο. Σε κανέναν θόρυβο. Από όπου κι αν προέρχεται αυτός. Από την κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση. Από τον «λαό» ή την «εξουσία». Σε τελευταία ανάλυση στη δημοκρατία μας ούτε η διακυβέρνηση ασκείται, ούτε η δικαιοσύνη απονέμεται από τους «Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα» και το Citizen Lab. Έχουμε άλλους για τη δουλειά.
Με δεδομένο μάλιστα πως η Δικαιοσύνη εξ ορισμού δεν αποτελεί κολυμβήθρα της κυβέρνησης, ούτε φυσικά πολιορκητικό κριό της αντιπολίτευσης. Αυτά είναι απλώς κουτοπονηριές για τυχοδιώκτες. Με κοντά ποδάρια. Αν θέλουμε λοιπόν να συνοψίσουμε με λίγα λόγια την υπόθεση έχουμε το εξής σκηνικό. Η αντιπολίτευση και διάφορα συμφέροντα που δεν γουστάρουν την κυβέρνηση θέλησαν να χρησιμοποιήσουν τον Covid, τις υποκλοπές, τις πυρκαγιές ή τα Τέμπη για να κοντύνουν την κυβέρνηση. Με γεια τους και χαρά τους. Η κυβέρνηση προσπάθησε από την πλευρά της να αποφύγει την αποσταθεροποίησή της και προσέφυγε όπως ήταν φυσιολογικό στη Δικαιοσύνη. Πού να προσφύγει κάποιος για ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα ή τη φωτιά στον Βαρνάβα; Στην ΟΥΕΦΑ;
Η Δικαιοσύνη έκανε τη δική της δουλειά κι έκρινε κατά περίπτωση. Σωστά ή λάθος, έτσι έκρινε.
Μετά έρχεται η αντιπολίτευση με διαφόρους νομικούς, συγγενείς, χορηγούς, βουλευτές, δημοσιογράφους που κάνουν τους πράκτορες ή πράκτορες που κάνουν τους δημοσιογράφους και φωνάζει επειδή οι άλλοι δεν κάθισαν να χάσουν. Δεν χρειάζεται να πω τελικά ποιος πήρε το επάνω χέρι, όλοι έχουμε μάτια και μυαλό. Αλλά η εξήγηση είναι απλή. Λέγεται «δημοκρατία».