Για μια ακόμη φορά, σχεδόν έξι χρόνια μετά την επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εκλογές του 2019, στο προσκήνιο επανέρχεται η συζήτηση του… ενάμισι κόμματος. Της αδυναμίας δηλαδή να υπάρξει ένας ισχυρός αντίπαλος πόλος στο πολιτικό σκηνικό όπου η κυριαρχία του σημερινού πρωθυπουργού και της κυβερνώσας παράταξης παραμένει ισχυρή.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης άνοιξε τη συζήτηση περί συνεργασιών σε άκαιρο πολιτικό χρόνο δίνοντας πόντους στην κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό που μιλούν για μια σαφή, αυτόνομη πορεία με στόχο τη διατήρηση της ενότητας και κυρίως της πολιτικής σταθερότητας σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό και οικονομικό τοπίο.
Ο τρόπος που τρέχει το ΠΑΣΟΚ να μαζέψει τη συζήτηση δείχνει και την αγωνία που επικρατεί για την επόμενη ημέρα.
Στόχος του ΠΑΣΟΚ και του Νίκου Ανδρουλάκη, όπως έχει εκφραστεί, είναι να αποκτήσει τον ρόλο του κεντρικού πόλου συγκρότησης της Κεντροαριστεράς. Εξ ου και το… άνοιγμα προς όλα τα κόμματα προς τα αριστερά χωρίς καμία διάκριση.
Ενδεχομένως με την παρέμβασή του να θέλησε να προλάβει εξελίξεις που συζητούνται με επίκεντρο τον Αλέξη Τσίπρα. Ενδεχομένως να θέλησε να δείξει ότι η τράπουλα στην Κεντροαριστερά είναι στα χέρια της Χαριλάου Τρικούπη. Ουδείς γνωρίζει τη στόχευση στην παρούσα φάση. Ίσως να πρόκειται απλά για μια πολιτική γκάφα.
Τη στιγμή όμως που δεν υπάρχει δυνατότητα συνεννόησης για μια κοινή υποψηφιότητα στο θέμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, που δεν έχει και πολιτικές επιπτώσεις για την αντιπολίτευση, δείχνει ότι αυτά τα σενάρια παραμένουν όνειρα θερινών νυκτών.
Στο πλαίσιο αυτό, το… ενάμισι κόμμα παραμένει ως μια πραγματικότητα στην πολιτική σκηνή. Απλά προς το παρόν τουλάχιστον έχει αλλάξει ο εκπρόσωπος του… μισού κόμματος, παρότι δείχνει να κινείται στη λογική του προηγούμενου μέσα από μια διαρκή καταστροφολογία και έναν καταγγελτικό λόγο άλλων εποχών.
Το σύνθημα «να φύγει αυτή η κυβέρνηση» παραμένει ίδιο και απαράλλαχτο για τους θιασώτες μιας τακτικής που δεν περιλαμβάνει όμως την ουσία. Δεν περιλαμβάνει πρόγραμμα, θέσεις και μια εναλλακτική λύση εφαρμόσιμη.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»