Η κρίση ενός επιστήμονα για να γίνεται σεβαστή πρέπει να είναι όσο το δυνατόν αντικειμενική. Να γίνεται χωρίς προσωπικά, υποκειμενικά κριτήρια χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις και αυτό να αποτυπώνεται στον τρόπο με τον οποίο γνωμοδοτεί επι θεμάτων του αντικειμένου του.

Όταν σε αυτά υπεισέρχονται προσωπικές και άλλες υποκειμενικές αναφορές τότε η ουσία χάνεται και αλλοιώνεται και το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι γνωστός συνταγματολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου. Ήταν όμως και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – με γραμματέα τον Νίκο Ανδρουλάκη στο κόμμα – και αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη. Στις δύο αναρτήσεις του στις οποίες εμφανίζεται να προχωρά σε ένα είδος γνωμοδότησης επί των όσων έγιναν την Τετάρτη στη Βουλή έχει κάποια σημεία που προκαλούν ερωτήματα.

Για παράδειγμα αναφέρει μεταξύ άλλων στην πρώτη ανάρτηση ότι η Κυβέρνηση «δεν ήθελε ούτε να αφήσει τους βουλευτές της να μετάσχουν αυτοπροσώπως και κατά συνείδηση στη μυστική ψηφοφορία φοβούμενη τον αριθμό των διαρροών οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε αμφισβήτηση τη συνοχή της».

Επίσης ότι «απαγόρευσε στους βουλευτές της να μετάσχουν αυτοπροσώπως και κατά συνείδηση στη μυστική ψηφοφορία και τους έθεσε υπό ασφυκτικό έλεγχο ευτελίζοντας τον θεσμικό ρόλο του βουλευτή της συμπολίτευσης»

Καθώς και ότι «έφερε τον Πρόεδρο της Βουλής σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και τον οδήγησε σε επιδεικτική απουσία από την όλη διαδικασία την ευθύνη της οποίας έχει θεσμικά».

Όπως και ότι «Αν όλο αυτό είναι αποτέλεσμα πολιτικού φόβου για τη συνοχή της πλειοψηφίας, το υφέρπον πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με τέτοιες μεθοδεύσεις υψηλού πολιτικού κόστους.

Ενώ καταλήγει στην πρώτη ανάρτηση ώς εξής: «Κοινός παρονομαστής φαίνεται να είναι η κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης παρά τα επιφαινόμενα. Μια τέτοια κρίση καθίσταται όμως σχεδόν αυτόματα κρίση νομιμοποίησης».

Στη δεύτερη ανάρτηση υποστήριζει δε ότι «είναι άλλο ζήτημα η διευκόλυνση βουλευτών όλων των κομμάτων μέσω της επιστολικής ψήφου και άλλο η μεθοδευμένη απομάκρυνση από την αίθουσα της Βουλής των βουλευτών της συμπολίτευσης και η οργανωμένη μαζική χρήση της επιστολικής ψήφου για 68 από αυτούς ώστε μαζί με τους ελάχιστους παρόντες βουλευτές της ΝΔ να διαμορφώνουν τον αριθμό 75 που κάποιοι θεωρούν ότι διασφαλίζει την νομικώς ανύπαρκτη έννοια της απαρτίας»

Και καταλήγει επίσης: «Η κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης που καθίσταται κρίση νομιμοποίησης δεν τελεί υπό τον έλεγχο του ενδιαφερόμενου αλλά όλων των άλλων και κυρίως των γεγονότων».

Τα παραπάνω σημεία περιλαμβάνονται στις δύο αναρτήσεις στις οποίες μεταξύ άλλων αναφέρει και τα άρθρα που κατά τη γνώμη του παραβιάστηκαν. Η κυβέρνηση απάντησε σε κάθε αναφορά. Το θέμα όμως είναι ότι τα παραπάνω είναι πολιτικές αναφορές. Διότι λαμβάνει ως δεδομένα αυτά που κυκλοφορούν ως φήμες και τα όσα επί ημέρες υποστήριζαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης περί φόβου και έλλειψη συνοχής στην κυβερνώσα παράταξη.

Προβαίνει σε πολιτικό σχολιασμό και εκτίμηση. Και αυτό αυτομάτως δίνει υποκειμενική χροιά στις εκτιμήσεις του ως συνταγματολόγου. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν έχουν όλοι οι συνταγματολόγοι την ίδια γνώμη για θέματα που αφορούν στην ερμηνεία του Συντάγματος. Λογικό, το ίδιο συμβαίνει με το σύνολο των δικηγόρων η ύπαρξη των οποίων συνδέεται με την ερμηνεία των νόμων.