Στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης βρίσκεται το ζήτημα της απαρτίας και της πλειοψηφίας στη Βουλή, μια υπόθεση που πρέπει να εξεταστεί με βάση την αυστηρή τήρηση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής.
Σύμφωνα με το άρθρο 67 του Συντάγματος, η Βουλή δεν μπορεί να λάβει αποφάσεις χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, με την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των παρόντων δεν είναι ποτέ μικρότερος από το ένα τέταρτο του συνόλου των βουλευτών.
Σήμερα, αυτό σημαίνει ότι για την έγκυρη λήψη αποφάσεων απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον 75 βουλευτών. Δεν υπάρχει καμία άλλη συνταγματική διάταξη που να προβλέπει διαφορετική απαρτία, γεγονός που καταδεικνύει τη σαφή και αδιαπραγμάτευτη νομιμότητα της διαδικασίας.
Επιπλέον, όσον αφορά την πλειοψηφία που απαιτείται για την έγκριση αποφάσεων, το Σύνταγμα προβλέπει εξαιρέσεις μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, το άρθρο 86 παρ. 3 ορίζει ότι για τη σύσταση ειδικών κοινοβουλευτικών επιτροπών απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή 151 θετικές ψήφοι. Πρόκειται για ειδική πλειοψηφία που διαφοροποιείται από τον γενικό κανόνα, όχι όμως όσον αφορά τον αριθμό των παρόντων αλλά σχετικά με το ποσοστό της πλειοψηφίας που πρέπει να υπερψηφίσει. Κάθε ερμηνεία που συγχέει τον αριθμό των παρόντων με το ποσοστό πλειοψηφίας στερείται συνταγματικής βάσης και δημιουργεί αδικαιολόγητα εμπόδια στη λειτουργία της Βουλής.
Από την πλευρά του Κανονισμού της Βουλής, η αρμοδιότητα του Προεδρεύοντος να διαπιστώνει την απαρτία και τη δυνατότητα διεξαγωγής ψηφοφορίας (άρθρο 69 παρ. 4) αποτελεί θεσμικό μέτρο που διασφαλίζει τη σωστή και απρόσκοπτη λειτουργία του κοινοβουλίου. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγονται οι ανούσιες καθυστερήσεις και διασφαλίζεται η ομαλή νομοθετική διαδικασία, ενισχύοντας το κύρος του δημοκρατικού θεσμού.
Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία έχει επιδείξει συγκριτικά μικρότερη χρήση της επιστολικής ψήφου σε σύγκριση με τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της τρέχουσας βουλευτικής περιόδου.
Από τις 57 ονομαστικές ψηφοφορίες που πραγματοποιήθηκαν, μόνο το 22% των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας χρησιμοποίησαν επιστολική ψήφο, ποσοστό σαφώς χαμηλότερο από αυτό άλλων κομμάτων. Αυτά τα δεδομένα επιβάλλουν την αντικειμενική κριτική και απορρίπτουν τον άκριτο λαϊκισμό και τις υπερβολές.