Το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου ερμηνεύτηκε δίκαια από πολλούς ως έντονη αποδοκιμασία της τοξικότητας – όχι μόνο στον πολιτικό λόγο, αλλά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία εδώ και περίπου δέκα χρόνια, από τη δύσκολη εποχή των πλατειών και των «αγανακτισμένων», σοβεί ένας αναίμακτος μεν, αλλά επώδυνος «εμφύλιος».
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Και η φύση και η λειτουργία των μέσων, παρά το εκλογικό αποτέλεσμα, δύσκολα μπορεί να αποκηρύξει μια και καλή αυτήν την τοξικότητα, η οποία εξακολουθεί έτσι να δηλητηριάζει την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Τούτο δεν είναι άλλωστε μόνο ελληνικό φαινόμενο, αφού η ανωνυμία που παρέχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσφέρεται για δολοφονίες χαρακτήρων και άλλες τέτοιου είδους «αποστολές».
Σ’ αυτό επένδυσαν άλλωστε και εξακολουθούν να επενδύουν ακόμη και ισχυροί πολιτικοί παράγοντες, με κορυφαίο όλων ασφαλώς τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δημιούργησε τη δική του «σχολή» και όπως όλα δείχνουν θ’ ακολουθήσει ξανά τον ίδιο δρόμο προκειμένου να διεκδικήσει με αξιώσεις την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2024.
Η μάστιγα των bots
Η ανωνυμία και η κάλυψη που προσφέρουν συνεπώς το πληκτρολόγιο και η οθόνη ενός υπολογιστή ή ενός smartphone παγιώνουν αυτήν την κατάσταση. Τα λεγόμενα bots, δηλαδή ψεύτικοι, ανώνυμοι λογαριασμοί δεν έχουν κανένα πρόβλημα να περάσουν... γενεές δεκατέσσερις, κατά το κοινώς λεγόμενο, διάφορα πρόσωπα που για κάποιον λόγο δεν είναι αρεστά στα «αφεντικά» των bots ή ακόμη και να διατυπώσουν χυδαίους υπαινιγμούς και χαρακτηρισμούς γι’ αυτά.
Τι μπορεί να τους κοστίσει άλλωστε αυτό, δεδομένου ότι ακόμη και η διαδικασία της αναζήτησής τους μέσα από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος αποτελεί μια πολύπλοκη διαδικασία που μάλλον αποθαρρύνει αυτόν –ή αυτήν– που νομιμοποιείται να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση. Το χειρότερο όλων όμως είναι ότι η τοξικότητα που εκπέμπουν αυτές οι καταστάσεις διατρέχει ολόκληρη την κοινωνία.
Όταν μάλιστα συνδέεται με ημιμάθεια ή σκόπιμη διαστρέβλωση της πραγματικότητας –πράγμα καθόλου σπάνιο όταν μιλάμε για τον... θαυμαστό κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης– το μείγμα γίνεται εκρηκτικό και μπορεί να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες. Το ζήσαμε, δυστυχώς, με τον χειρότερο τρόπο την περίοδο της πανδημίας, αρχικά με τους αρνητές του κορονοϊού και εν συνεχεία με το αντιεμβολιαστικό κίνημα, αδιάφορο εάν τούτο οδήγησε τελικά στην υπέρτατη ύβρι: την απώλεια ανθρωπίνων ζωών.
Έλειμμα αξιοπιστίας
Κατά μία έννοια, το ζούμε ξανά και σήμερα με την υστερία παραθρησκευτικών και άλλων κύκλων για τις νέου τύπου ταυτότητες. Εκατοντάδες άνθρωποι κατέβηκαν π.χ. στους δρόμους την Κυριακή, επηρεασμένοι από τις θεωρίες που αναπαράγονται ανώνυμα ή και επώνυμα στο Διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για «τσιπάκια παρακολούθησης», το «χάραγμα του αντίχριστου» και άλλα τινά. Για πολλούς συμπολίτες μας, η εξήγηση είναι απλή όσο και δογματική: «Κάποιος το έγραψε στο Διαδίκτυο ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης». Η πραγματικότητα ωστόσο είναι εντελώς διαφορετική, καθώς είναι αδύνατο να ελεγχθεί ποιος είναι αυτός ο «κάποιος» και ποια η αξιοπιστία του.
Το βέβαιο είναι ένα: η εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς, προς την πολιτεία, αλλά και τον απλό συνάνθρωπο μειώνεται με ραγδαίο ρυθμό, ενώ την ίδια στιγμή όλοι μας είμαστε απροστάτευτοι απέναντι στις ψεύτικες πληροφορίες – αυτό που ονομάζουμε fakenews. Ομως τα πράγματα φαίνεται ότι γίνονται ακόμη πιο δύσκολα στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ), καθώς γίνεται όλο και πιο εύκολο να πλαστογραφηθούν φωτογραφίες και ειδήσεις και να διοχετευτούν ψεύτικες πληροφορίες με τρόπο που μπορεί να μοιάζουν κάλλιστα ως αληθινές. Με αποτέλεσμα η αναπαραγωγή τους από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η «κατανάλωσή τους» από τους απλούς χρήστες να μεγεθύνει τις δυσάρεστεςσυνέπειες.
Διαπόμπευση αθώων και «δολοφονίες χαρακτήρων»
Οσον αφορά το επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων, η τοξικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ενισχύει τη ρητορική μίσους και πολλές φορές καταλήγει σε διαπόμπευση αθώων προσώπων ή στη «δολοφονία χαρακτήρα» μέσα από την επίμονη στοχοποίησή τους. Κάπως έτσι, γίνονται όλο και πιο δυνατές οι φωνές που ζητούν ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, χωρίς ωστόσο αυτό να καταλήξει σε λογοκρισία – και η ισορροπία αυτή είναι πραγματικά δύσκολη και απαιτεί επιδεξιότητα για όποιον πραγματικά την τολμήσει.