Τριάντα δύο χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη δολοφονία του βουλευτής της Ν.Δ. Παύλου Μπακογιάννη, από την τρομοκρατική οργάνωση της 17 Νοέμβρη.
Ο Παύλος Μπακογιάννης δολοφονήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1989, την ημέρα που η Βουλή έπαιρνε την απόφαση για το εάν θα παρέπεμπε τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, στο πλαίσιο της λεγόμενης “Κάθαρσης” ή “Βρώμικου 89”.
Στις 7:58 το πρωί, πυροβολήθηκε από μία ομάδα τριών ενόπλων στην είσοδο του γραφείου του στην οδό Ομήρου στο Κολωνάκι. Διακομίστηκε βαρύτατα τραυματισμένος στο νοσοκομείο “Ευαγγελισμός”, όπου εξέπνευσε μία ώρα αργότερα.
Σύμφωνα με μαρτυρία της συζύγου του, Ντόρας Μπακογιάννη στη δίκη της 17Ν, ο Παύλος Μπακογιάννης είχε περάσει το προηγούμενο βράδυ της δολοφονίας του στα γραφεία του Συνασπισμού. Αυτός ήταν και ο λόγος που το μοιραίο πρωί είπε στον φρουρό του να μην τον συνοδεύσει στο το γραφείο του στο Κολωνάκι.
Την ίδια μέρα, σε απευθείας σύνδεση από συνεδρίαση της Βουλής, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ευχήθηκε: “Να είναι το αίμα τού Παύλου Μπακογιάννη το τελευταίο που χύνεται άδικα σ’ αυτόν τον τόπο”.
Την ομιλία του χειροκρότησαν θερμά οι τότε ηγέτες της Αριστεράς Χαρίλαος Φλωράκης και Λεωνίδας Κύρκος, ενώ ο ορκισμένος πολιτικός του αντίπαλος, Ανδρέας Παπανδρέου πήγε στα έδρανα της ΝΔ για να τον συλλυπηθεί, σε μια ,σπάνια για τη χώρα, εικόνα πολιτικού πολιτισμού.
Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε το πανελλήνιο και βύθισε στο πένθος την οικογένεια του. Η νεκρώσιμη ακολουθία πραγματοποιήθηκε μετά από δύο ημέρες στη Μητρόπολη Αθηνών σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης. Τραγικές φιγούρες οι γονείς, η σύζυγός του, Ντόρα Μπακογιάννη και τα παιδιά του, Αλεξία και Κώστας. Πλήθος κόσμου βγήκε στους δρόμους εκείνο το μεσημέρι για το “τελευταίο αντίο” στον βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας.
Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος παρευρέθηκε στην κηδεία, εκτός από την αντιπολίτευση, που σε συνεννόηση με την οικογένεια του Μπακογιάννη δεν έδωσε το παρών στην εκκλησία για να αποφευχθούν τυχόν επεισόδια. “Στόχος των δολοφόνων ήταν να μπει ένα εμπόδιο στο νέο ξεκίνημα που έγινε στη χώρα μας στις 2 Ιουλίου”, ανέφερε στον επικήδειο του ο πρωθυπουργός Τζαννής Τζανετάκης.
Την ευθύνη για τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη ανέλαβε με 12σέλιδη προκήρυξή της, που εστάλη στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”, στις 9 Οκτωβρίου 1989, η τρομοκρατική οργάνωση “17 Νοέμβρη”. Στην προκήρυξή της με τίτλο “Άρχισε η κάθαρση” αναφερόταν μεταξύ άλλων ότι “Αποφασίσαμε λοιπόν να εκτελέσουμε τον απατεώνα και ληστή του λαού Μπακογιάννη. Ο κύριος αυτός είναι υπεύθυνος όχι μόνο γιατί έκλεψε τα πρώτα 60 εκατομμύρια του ιδρυτικού κεφαλαίου της Γραμμής, αλλά και για τις εκατοντάδες εκατομμύρια που είτε έκλεψε μαζί με τον συνεργάτη του Κοσκωτά για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Γραμμής, αλλά και για την αγορά μέσω της Γραμμής της Τράπεζας Κρήτης”.
Για τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη καταδικάστηκαν στις 17 Δεκεμβρίου 2003, από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, σε ισόβια κάθειρξη ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Ηρακλής Κωστάρης και ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και σε 15 χρόνια κάθειρξη ο Σάββας Ξηρός και ο Βασίλης Τζωρτζάτος.
Ο Παύλος Μπακογιάννης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου στα Βελωτά της Ευρυτανίας. Πατέρας του ήταν ο ιερέας του χωριού Κώστας Μπακογιάννης. Λόγω του εμφυλίου πολέμου, φοίτησε στα γυμνάσια Αγρινίου, Θέρμου, Καρπενησίου και Πάτρας. Η τραγωδία του εμφυλίου, που την έζησε από κοντά σ’ ένα από τα κυριότερα θέατρά της, άφησε στην ψυχή τού νεαρού παιδιού ανεξίτηλα ίχνη.
Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στην Πάντειο, ενώ παράλληλα υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στο Λιμενικό Σώμα. Στη συνέχεια πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Δυτική Γερμανία και ανακηρύχθηκε διδάκτορας Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Κωνσταντίας.
Δίδαξε στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου και στη Σχολή Δημοσιογραφίας τού Μονάχου και διηύθυνε για δέκα χρόνια το ελληνόφωνο πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας της Βαυαρίας, που αναμεταδιδόταν στην Ελλάδα μέσω της “Ντόιτσε Βέλε”. Λόγω της αντιδικτατορικής του δράσης την περίοδο της δικτατορίας, στερήθηκε της ελληνικής υπηκοότητας και του παραχωρήθηκε πολιτικό άσυλο στη Δυτική Γερμανία. Σύμφωνα με μαρτυρία της συζύγου του Ντόρας Μπακογιάννη, το 1970 τοποθετήθηκε βόμβα στο σπίτι του στο Μόναχο και όπως του είχε πει η γερμανική αστυνομία υπεύθυνες ήταν οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες της εποχής.
Στην περίοδο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή διετέλεσε αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΕΙΡΤ (νυν ΕΡΤ). Τον Δεκέμβριο του 1974 νυμφεύτηκε την Ντόρα Μητσοτάκη, κόρη του πολιτικού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Στη συνέχεια εργάστηκε ως πολιτικός σχολιαστής στην εφημερίδα “Το Βήμα” και συνεργάστηκε με ραδιοφωνικά τηλεοπτικά ιδρύματα και έντυπα του εξωτερικού. Το 1982 ανέλαβε την ευθύνη για την έκδοση τού εβδομαδιαίου περιοδικού “Ένα”, ιδιοκτησίας του τραπεζίτη Γιώργου Κοσκωτά. Παρέμεινε στο περιοδικό ως εκδότης – διευθυντής έως την απόλυσή του τον Φεβρουάριο του 1985, όταν ο μετέπειτα μεγαλοαπατεώνας άρχισε να φλερτάρει με το ΠΑΣΟΚ.
Εκτός από την πληθώρα άρθρων που δημοσίευσε σε ελληνικά και γερμανικά μέσα, έγραψε τα βιβλία “Στρατοκρατία στην Ελλάδα”, που εκδόθηκε στα Γερμανικά στη Δυτική Γερμανία το 1972, και “Ανατομία τής ελληνικής πολιτικής”, που εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1977.
Από τον Νοέμβριο του 1985 έως τον Δεκέμβριο του 1986 ήταν πολιτικός σύμβουλος του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και από τους πρωτεργάτες της πολιτικής τού κόμματος για την εθνική συμφιλίωση. Στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989 εξελέγη βουλευτής στη μονοεδρική περιφέρεια της Ευρυτανίας με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.