Σε ένα είδος εκβιασμού επιχειρούν να προχωρήσουν ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με το θέμα της επιλογής προσώπου για την Προεδρία της Δημοκρατίας, υποστηρίζοντας πως δεν θα υπερψηφίσουν πρόταση που δεν θα προέρχεται από τον κατά τη γνώμη τους… προοδευτικό χώρο.

Το κάθε ένα από τα δύο αυτά κόμματα, που δηλώνουν και κόμματα εξουσίας, το κάνει για τους δικούς του μικροκομματικούς λόγους. Δεν παύει όμως η όλη διαδικασία να εξελίσσεται σε ένα είδος «εκβιασμού» προς την κυβερνώσα παράταξη και τον πρωθυπουργό, γεγονός που τα εκθέτει ανεπανόρθωτα ως προς τη λογική και την τακτική με την οποία κινούνται.

ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας για «προοδευτική» επιλογή, αναφέρονται σε πρόσωπο που να προέρχεται από τις παρατάξεις τους ή πρόσωπο που έχει συνεργαστεί μαζί τους. Για παράδειγμα, δεν λέει όχι το ΠΑΣΟΚ στον Ευάγγελο Βενιζέλο –που σε κάθε περίπτωση δεν παύει να είναι μια σοβαρή επιλογή– παρότι διετέλεσε πρόεδρος του κόμματος, αλλά χαρακτηρίζει κομματική επιλογή τον Κώστα Τασούλα που είναι πρόεδρος της Βουλής έχοντας εκλεγεί με μια από τις μεγαλύτερες –αν όχι τη μεγαλύτερη– πλειοψηφίες.

Ουδείς δύναται επίσης να απαντήσει στο ερώτημα γιατί μια επιλογή από την πλευρά της Κεντροαριστεράς –την οποία ορίζουν διαφορετικά ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ– είναι πιο ενωτική, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν ικανά πρόσωπα που κινήθηκαν και κινούνται στον χώρο του αποκαλούμενου Κέντρου.

Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ, που σπεύδει να ανακοινώσει πιθανότατα και σήμερα Δευτέρα το πρόσωπο που θα προτείνει, κινείται με ακραία μικροκομματική λογική, αφού θέλει να «στριμώξει» το ΠΑΣΟΚ και να αναδείξει στο πρόσωπο που θα προτείνει ο πρωθυπουργός μια τάση… συναίνεσης, γεγονός που θα το καθιστά λιγότερο ικανό να ασκήσει αντιπολίτευση.

Σε κάθε περίπτωση, μόνο τη συνταγματική πρόβλεψη περί συναίνεσης δεν σκέφτονται. Αδιαφορούν για τον θεσμό και για την ομαλή και σταθερή πορεία της χώρας. Επενδύουν σε μια αποσταθεροποίηση που ευτυχώς, μετά την αλλαγή του συντάγματος, είναι δύσκολο να επαναληφθεί, όπως έγινε το 2015.

* To άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»