Το ΠΑΣΟΚ μοιάζει πλέον με κόμμα που προσπαθεί να βρει τον εαυτό του κοιτάζοντας σε έναν καθρέφτη που ποτέ δεν λέει την αλήθεια.

Έτσι, ενώ μιλά για «κυβερνητική προοπτική», οι δημοσκοπήσεις το προσγειώνουν ανώμαλα στο 10%-12%, με τάση στασιμότητας, αν όχι φθοράς. Η βελόνα, λοιπόν, παραμένει κολλημένη. Και όσο η ηγεσία επιμένει ότι «κάτι αλλάζει», τόσο ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι στην πραγματικότητα τίποτα δεν κινείται.

Το ερώτημα είναι αμείλικτο: πού ακριβώς βρίσκεται το «κυβερνητικό» ΠΑΣΟΚ; Στην αντιπολίτευση; Στην Κεντροαριστερά; Στον προθάλαμο των συνεργασιών; Ή σε μια πολιτικά μετέωρη κατάσταση όπου όλα λέγονται μισά και τίποτα δεν λέγεται καθαρά;

Αυτονομία χωρίς ατζέντα

Ο Νίκος Ανδρουλάκης επιμένει στη γραμμή της «αυτόνομης πορείας» που τελικά καταλήγει σε πολιτική μοναξιά. Χωρίς σαφές αφήγημα εξουσίας, χωρίς ξεκάθαρο κοινωνικό ακροατήριο, χωρίς συγκρουσιακή ατζέντα που να εμπνέει. Το κόμμα δεν απαντά στο βασικό ερώτημα της εποχής: γιατί να το ψηφίσει κάποιος για να κυβερνήσει τη χώρα και όχι απλώς για να «συμπληρώσει» το κοινοβουλευτικό σκηνικό;

Και μέσα σε αυτό το θολό τοπίο, έρχεται η δήλωση του βουλευτή Λέσβου, Παναγιώτη Παρασκευαΐδη, να λειτουργήσει σαν πολιτικός καθρέφτης – σκληρός αλλά ειλικρινής: «Το ΠΑΣΟΚ φέρει ευθύνη για τη χρεοκοπία». Πρόκειται για μια αλήθεια που η Χαριλάου Τρικούπη αποφεύγει να κοιτάξει κατάματα εδώ και χρόνια. Γιατί χωρίς αυτοκριτική, δεν υπάρχει επανεκκίνηση. Και χωρίς επανεκκίνηση, δεν υπάρχει μέλλον.

Αλλά η δήλωση Παρασκευαΐδη δεν σταματά εκεί. «Αρχηγός μας ο Ανδρουλάκης, αλλά δεν απορρίπτω τον Τσίπρα», συνεχίζει ο βουλευτής και αποκαλύπτει όλο το πολιτικό αδιέξοδο του ΠΑΣΟΚ: Κόμμα που διακηρύσσει αυτονομία, αλλά αφήνει ανοιχτά όλα τα περιθώρια. Που στηρίζει τον αρχηγό του στα λόγια, αλλά του τραβά το χαλί στην πράξη. Που δεν τολμά να πει αν βλέπει τον εαυτό του ως αντίβαρο στον ΣΥΡΙΖΑ ή ως μελλοντικό συνεταίρο.

Το αποτέλεσμα; Σύγχυση στους ψηφοφόρους, στα στελέχη, ακόμη και στο εσωτερικό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Άλλος μιλά για «προοδευτικά μέτωπα», άλλος δηλώνει «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας», άλλος φλερτάρει ανοιχτά με την ιδέα επιστροφής του πρώην πρωθυπουργού από την πίσω πόρτα της Κεντροαριστεράς.

Το ΠΑΣΟΚ δείχνει να φοβάται τη στιγμή της αλήθειας. Να πει δηλαδή καθαρά αν θέλει να γίνει ξανά κόμμα εξουσίας ή αν αρκείται στον ρόλο του μόνιμου τρίτου. Να πει αν πιστεύει πραγματικά στον αρχηγό του ή αν τον αντιμετωπίζει ως μεταβατική λύση μέχρι να «ωριμάσουν οι συνθήκες». Να πει αν η πρόσφατη πολιτική ιστορία του είναι βαρίδι ή εργαλείο.

Όσο αυτά μένουν αναπάντητα, η βελόνα των δημοσκοπήσεων θα παραμένει κολλημένη. Και όσο αποφεύγει τις καθαρές κουβέντες, τόσο θα ενισχύεται η αίσθηση ότι δεν είναι έτοιμο –ούτε πολιτικά ούτε ψυχολογικά– να ξανακυβερνήσει.

Η πολιτική δεν συγχωρεί την ασάφεια. Και η κοινωνία δεν περιμένει πλέον ένα κόμμα που «θα μπορούσε», αλλά δεν τολμά. Αν δεν αποφασίσει σύντομα ποιο είναι και πού πάει, τότε το ερώτημα δεν θα είναι πια «πού βρίσκεται το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ;», αλλά αν υφίσταται ακόμη ως σοβαρή εναλλακτική επιλογή.

Στην πολιτική όποιος δεν διαλέγει δρόμο καταλήγει να διαλέξουν οι άλλοι δρόμο για λογαριασμό του. Και το ΠΑΣΟΚ σήμερα δεν φαίνεται να βαδίζει προς τα κάπου· μοιάζει να σέρνεται ανάμεσα σε μισές κουβέντες, μισές αλήθειες και μισές αποφάσεις. Με αρχηγό που δηλώνεται αλλά δεν θωρακίζεται, με αυτονομία που διακηρύσσεται αλλά αναιρείται, με «κυβερνητική φιλοδοξία» που εξαντλείται στα δελτία Τύπου.


Ώρα για επιλογές

Όσο το κόμμα φοβάται να πει ποιον θέλει απέναντί του και ποιον δίπλα του, όσο παριστάνει ότι δεν βλέπει τον ελέφαντα στο δωμάτιο –την ευθύνη του παρελθόντος και το κενό στρατηγικής του παρόντος– τόσο θα μένει καρφωμένο σε ποσοστά πέριξ του 12%. Όχι από συνωμοσίες ούτε από εχθρούς, αλλά από δική του πολιτική ατολμία.

Η ιστορία δεν περιμένει τους διστακτικούς. Και η κοινωνία δεν έχει ανάγκη από ένα ΠΑΣΟΚ που «δεν απορρίπτει» κανέναν και «δεν αποφασίζει» τίποτα. Ή θα γίνει κόμμα εξουσίας με καθαρές θέσεις και συγκρούσεις ή θα καταλήξει υποσημείωση – ένα κόμμα που μιλούσε για κυβέρνηση, αλλά δεν τόλμησε ποτέ να τη διεκδικήσει.

Στη Χαριλάου Τρικούπη συνήθισαν τον ρόλο του πολιτικού «κομπάρσου»

Στους διαδρόμους της Χαριλάου Τρικούπη η συζήτηση έχει αλλάξει ύφος. Δεν είναι πια το «πότε θα ανέβουμε», αλλά το «γιατί δεν ανεβαίνουμε». Βουλευτές και στελέχη, ακόμη και όσοι δημόσια στηρίζουν τον Νίκο Ανδρουλάκη, κατ’ ιδίαν παραδέχονται ότι το αφήγημα έχει εξαντληθεί και ότι η κοινωνία δεν τους «ακούει». Οι δημοσκοπήσεις διαβάζονται πια χωρίς δικαιολογίες.

Γι’ αυτό η δήλωση Παρασκευαΐδη δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Αντιθέτως, αποτύπωσε σκέψεις που κυκλοφορούν χαμηλόφωνα εδώ και καιρό: αυτοκριτική για το παρελθόν, αμφιβολία για τη στρατηγική του παρόντος και ανοιχτό βλέμμα σε εναλλακτικά σενάρια για το μέλλον.

Στελέχη μιλούν πλέον χωρίς περιστροφές για «έλλειμμα ηγετικής πυξίδας» και για το επικίνδυνο ενδεχόμενο να εγκλωβιστεί μόνιμα το κόμμα στον ρόλο του κομπάρσου. Το πιο ανησυχητικό, λένε, δεν είναι οι χαμηλές πτήσεις, αλλά η απουσία πανικού. «Σαν να έχουμε συνηθίσει το 10%-12%», σχολιάζει χαρακτηριστικά παλιό στέλεχος. Και όταν ένα κόμμα συνηθίζει τη στασιμότητα, τότε η ήττα παύει να σοκάρει και γίνεται κανονικότητα.