Η φωτιά στα Κύθηρα άγγιξε όχι μόνο το φυσικό τοπίο, αλλά και κάτι βαθύτερο: την αγωνία μιας νησιωτικής κοινωνίας που δίνει κάθε μέρα τη μάχη της, μακριά από το κέντρο. Και αυτή τη φορά, η πολιτεία έδειξε έγκαιρα αντανακλαστικά.
Το σχέδιο που παρουσίασε ο πρωθυπουργός για την αποκατάσταση και τη στήριξη του νησιού -σε περιβάλλον, τουρισμό και κοινωνία- δείχνει κάτι περισσότερο από μια αντίδραση σε κρίση. Δείχνει συνέπεια. Και η συνέπεια αυτή δεν είναι καινούργια.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα νησί ή μια τοπική κοινωνία δοκιμάζεται και βρίσκει δίπλα της την κρατική φροντίδα. Το είδαμε στη Βόρεια Εύβοια, όπου το κράτος οργανώθηκε και έμεινε, ακόμα και μετά τις κάμερες. Το είδαμε στον σεισμό της Σαντορίνης, στην αναγέννηση του τουρισμού που ξεκίνησε από τη νησιωτική πολιτική της Όλγας Κεφαλογιάννη, στα μικρά νησιά του Αιγαίου που απέκτησαν πρόσβαση σε υπηρεσίες χάρη σε σύγχρονες παρεμβάσεις.
Τα Κύθηρα, λοιπόν, δεν είναι εξαίρεση. Είναι συνέχεια μιας πολιτικής που βλέπει την ελληνική περιφέρεια όχι ως πρόβλημα, αλλά ως δύναμη. Μιας κυβέρνησης που έχει αποδείξει, ξανά και ξανά, ότι στις δύσκολες ώρες δεν στέκεται μακριά.
Όμως, πέρα από τα μέτρα, τις αποζημιώσεις και τα σχέδια, υπάρχει και κάτι άλλο. Κάτι που κρατά ζωντανή την ψυχή ενός τόπου: η αίσθηση ότι δεν ξεχάστηκε. Ότι η πολιτεία δεν ήρθε για μια δήλωση, αλλά για να μείνει. Ότι το νησί δεν είναι μόνος προορισμός, αλλά και κατοικία. Και αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό μήνυμα των ημερών: τα Κύθηρα δεν είναι μόνα. Και δεν πρέπει να μείνουν ποτέ.
Ας είναι, λοιπόν, αυτή η πρωτοβουλία η αρχή ενός ευρύτερου σχεδίου για όλα τα νησιά και όχι μόνο όταν καίγονται. Για τα νησιά της υπομονής και της επιμονής. Για την Ελλάδα που δεν φωνάζει, αλλά αντέχει.
