Η παραβατικότητα των ανηλίκων αποτελεί έναν από τους πιο δύσκολους γρίφους για τις σύγχρονες κοινωνίες. Απασχολεί τη δημόσια σφαίρα και αναστατώνει την κοινή γνώμη, θέτοντας ερωτήματα για τις αιτίες της και τις λύσεις που μπορεί να προσφέρει η κοινωνία. Αν και η εικόνα που συχνά προβάλλεται είναι αυτή των «εγκληματιών ανηλίκων», η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη. Οι ανήλικοι που παραβατούν, συχνά δεν είναι απλώς ένοχοι για τα αδικήματα που διαπράττουν· είναι τα προϊόντα ενός συστήματος που συχνά αποτυγχάνει.
Τα τελευταία χρόνια, η παραβατικότητα των ανηλίκων στην Ελλάδα και διεθνώς έχει αναδείξει μια σειρά από κοινωνικά και ψυχολογικά ζητήματα που παραμένουν αδιευκρίνιστα. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι οι αιτίες της παραβατικότητας είναι πολυδιάστατες: κοινωνικές, βιολογικές, πολιτισμικές και εκπαιδευτικές. Από τη μία, υπάρχει ο κοινωνικός αντίκτυπος των οικογενειακών προβλημάτων, της φτώχειας, της εγκατάλειψης. Από την άλλη, οι ρίζες του προβλήματος ενδέχεται να βρίσκονται σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν φτάνει σε όλους τους νέους, ή σε ένα κράτος που δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει τις συνθήκες για ένα υγιές κοινωνικό περιβάλλον.

Αν και οι κοινωνίες, από την Ελλάδα έως τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, έχουν κάνει βήματα προς την κατεύθυνση της πρόληψης, παραμένει αμφίβολο αν οι υπάρχουσες στρατηγικές είναι επαρκείς. Προγράμματα όπως η ψυχολογική υποστήριξη στις φυλακές ανηλίκων ή η ενίσχυση της οικογενειακής φροντίδας είναι ενθαρρυντικά, αλλά το έργο είναι τεράστιο και τα αποτελέσματα συχνά δεν είναι άμεσα ορατά.
Στην πραγματικότητα, η ερώτηση για το ποιος φταίει παραμένει αναπάντητη. Είναι η οικογένεια που δεν προσφέρει την κατάλληλη στήριξη; Είναι το σχολείο που αποτυγχάνει να εντοπίσει και να παρέμβει σε πρώιμα στάδια των προβλημάτων; Ή μήπως είναι το κράτος, που δεν μπορεί να προσφέρει τις αναγκαίες υποδομές ή την κατάλληλη κοινωνική μέριμνα για τα παιδιά αυτά; Και, φυσικά, δεν πρέπει να παραβλέψουμε τη συμβολή των social media, τα οποία μερικές φορές εξιδανικεύουν τη βία ή εκμεταλλεύονται την παραβατικότητα ως «θέματα» για νούμερα και θέαμα.
Η παιδική ηλικία σε κρίση;
Η παραβατικότητα των ανηλίκων και η βία γνωρίζουν μια ανησυχητική αύξηση, καταρρίπτοντας τις παραδοσιακές αντιλήψεις που συνόδευαν τον «μύθο» τους.
Από αθώες αταξίες, μικροκλοπές και αθώες φάρσες στα σχολεία, το φαινόμενο εξελίσσεται σε μια σκληρή, απρόβλεπτη και συχνά θανατηφόρα μορφή. Μετά την πανδημία, η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο, ενώ το φαινόμενο καταλαμβάνει πλέον όλες τις κοινωνικές τάξεις, περιοχές και ομάδες, καταργώντας οποιεσδήποτε ταξικές ή γεωγραφικές διακρίσεις.

Όπως λένε σε ρεπορτάζ της LiFO ο Μ. και ο Δ., δύο 18χρονοι που μεγάλωσαν στο Χαλάνδρι και στον Πειραιά αντίστοιχα, «μέχρι το 2019, ακόμα και οι συμμορίες είχαν κάποιον κώδικα». Σήμερα, 15χρονοι επιτίθενται τυχαία, με μαχαίρια, ακόμα και σε ανυποψίαστους περαστικούς – όχι από ανάγκη, αλλά για επίδειξη ισχύος, για likes στο TikTok, για ένα story που θα γίνει viral.
«Δεν ισχύουν πια νόρμες», λέει ο Δ. «Παλιά παίζαμε ξύλο γιατί δεν είχαμε λεφτά ή επειδή ήσουν από άλλη γειτονιά. Τώρα πλακώνεσαι γιατί πρέπει να το ανεβάσεις».
Η βία δεν είναι πια υπόθεση περιθωριακών ομάδων. Είναι mainstream. Οι πράξεις παραβατικότητας δεν σχετίζονται πλέον μόνο με την έλλειψη ή τη φτώχεια, αλλά με την αναζήτηση συγκινήσεων, την ανάγκη για «δέσιμο» με την ομάδα, τη διαστροφή της ψευτο-ανδρείας, την επίδειξη κοινωνικού status – ή, απλώς, με μια βιντεοσκόπηση.
Μια κοινωνία χωρίς αντίβαρα
Η εγκληματολόγος Χριστίνα Ζαραφωνίτου επισημαίνει ότι «η συμμετοχή και κοριτσιών σε ομαδικές μορφές βίαιης, παραβατικής και αντικοινωνικής συμπεριφοράς είναι ένα νέο στοιχείο. Οι μαθήτριες φαίνεται να επηρεάζονται από την έντονη επιρροή των αγοριών και να υιοθετούν πρότυπα που, σε άλλες εποχές, θα θεωρούνταν εντελώς ξένα με τη θηλυκή ταυτότητα».
Η βία μετατρέπεται έτσι σε κανονικότητα. Οι συμμορίες δεν είναι πια «οι κακοί του δρόμου», αλλά μέρος του σχολείου, της καθημερινότητας. Το περιστατικό στον Βύρωνα, με τον ομαδικό ξυλοδαρμό 17χρονου από 17 συμμαθητές του, και ο ομαδικός βιασμός 15χρονου στο Ίλιον, είναι μόνο μερικά από τα εγκλήματα που δείχνουν την κτηνώδη μεταστροφή.
Ρεπορτάζ του ΑΝΤ1 αναφέρθηκε σε περιστατικό βίας στην Καλλιθέα. Στον σταθμό του ΗΣΑΠ, δύο νέα παιδιά, δύο ανήλικοι μόλις 15 και 16 ετών χτυπούν με βία και κλοτσούν έναν 22χρονο. Του παίρνουν μία χρυσή αλυσίδα από τον λαιμό, ωστόσο το θύμα τούς αναγνωρίζει.
Τέσσερις ημέρες αργότερα, ο ίδιος 15χρονος μαζί με ένα κορίτσι 19 ετών και έναν ακόμα συνεργό τους, με την απειλή μαχαιριού παίρνουν από έναν 34χρονο μία χρυσή αλυσίδα με σταυρό, στην οδό Δαβάκη στην Καλλιθέα, 19 άτομα, αγόρια και κορίτσια, τα περισσότερα ανήλικα, κατηγορούνται για εγκληματική οργάνωση που διέπραττε κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση ληστείες.
Προσέγγιζαν άτομα νεαρής ηλικίας και με απειλή μαχαιριού και χρήση σωματικής βίας άρπαζαν τις αλυσίδες που φορούσαν και μετά τις έδιναν σε κλεπταποδόχους. Συνελήφθησαν οι δέκα, εκ των οποίων προφυλακίστηκαν οι εννέα.
Οι αριθμοί πίσω από τις λέξεις
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, οι ανήλικοι δράστες (ηλικίας 13 έως 17 ετών) που κατηγορήθηκαν για εγκλήματα βίας το 2023 αυξήθηκαν κατά 38% σε σχέση με το 2021. Σε έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για το 2022, καταγράφεται άνοδος 31% στις καταγγελίες για σωματικές βλάβες μεταξύ ανηλίκων, ενώ διπλασιάστηκαν τα περιστατικά οπλοκατοχής.
Την τριετία 2021-2023 έχουν καταγραφεί από την αστυνομία 16.623 ανήλικοι δράστες, 5.431 για το 2021, 6.484 για το 2022 και 4.798 για το πρώτο οκτάμηνο του 2023.
Από τις υποθέσεις που διαχειρίστηκε η αστυνομία ξεχωρίζουν αριθμητικά, με τριψήφια νούμερα, οι κλοπές, στις οποίες έχουν εμπλακεί συνολικά 1.783 ανήλικοι, και οι υποθέσεις που αφορούν σωματική βλάβη, για τις οποίες καταγράφονται 664 ανήλικοι δράστες, 174 το 2021, 266 το 2022 και 84 το πρώτο οκτάμηνο του 2023. Για τις υποθέσεις που αφορούν επικίνδυνες σωματικές βλάβες καταγράφηκαν 240 ανήλικοι δράστες (57 το 2021, 103 το 2022 και 80 ακόμη μέχρι και τον Αύγουστο).
Οι περισσότερες από αυτές τις υποθέσεις, 1.258 (ποσοστό επί του συνόλου 18%), έχουν καταγραφεί στην Αττική, οι 1.007 (ποσοστό 14%) στις Κυκλάδες και εδώ συνεκτιμάται βεβαίως ότι αρκετοί από αυτούς είναι τουρίστες, οι 753 στην Πελοπόννησο (ποσοστό 11%) και οι 701 (ποσοστό 10%) στην Κρήτη.
Οι περιοχές που έχουν μικρότερη εγκληματικότητα ανηλίκων είναι τα νησιά του Βορείου Αιγαίου (Μυτιλήνη, Σάμος κ.ά.) με 89 αντίστοιχα συμβάντα, η Δυτική Μακεδονία με 114 υποθέσεις παρανομιών από ανηλίκους και η Στερεά Ελλάδα με 257 τέτοιου είδους περιπτώσεις. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα νησιά του Βορείου Αιγαίου και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη είναι οι μόνες περιοχές στις οποίες μειώθηκε (από 3% ως 14%) η εγκληματικότητα των ανηλίκων το πρώτο οκτάμηνο του 2024 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023.
Επιπλέον, αύξηση της τάξεως του 14% σημειώθηκε στη συμπρωτεύουσα. Στην Αττική υπήρξε αύξηση των συλλήψεων των ανήλικων δραστών κατά 49%, στη Θεσσαλία κατά 60,34%, στα νησιά του Ιονίου κατά 117% και στα νησιά των Κυκλάδων κατά 234%!
Οι «δύσκολες» περιοχές της Αττικής
Στην Αθήνα οι περιοχές που φαίνεται να έχουν τους περισσότερους συλληφθέντες ηλικίας μικρότερης των 18 ετών είναι ο Άγιος Παντελεήμονας, η Δάφνη, ο Υμηττός, η Κυψέλη και ο Κολωνός. Σε άλλες περιοχές της Αττικής τα περισσότερα περιστατικά με εγκληματικότητα ανηλίκων σημειώνονται σε Άλιμο, Ηλιούπολη, Αχαρνές, Φυλή, Πετρούπολη, Περιστέρι, Μαρούσι, Κηφισιά, Νέα Ιωνία, στο κέντρο του Πειραιά, στα Καμίνια και στη Νίκαια.
Χαρακτηριστικό είναι ακόμη ότι ενώ το 2019 υπήρχαν 91 συλλήψεις ανηλίκων για απλές σωματικές βλάβες, ο αριθμός αυτός έχει φθάσει σε 417 μόνο το πρώτο οκτάμηνο του 2024. Σημειώνεται ότι από τις 433 επιθέσεις με σωματικές βλάβες και κακοποιήσεις ανηλίκων, οι 98 προκάλεσαν σοβαρούς τραυματισμούς των θυμάτων.
Κλοπές, φθορές ιδιοκτησίας και ναρκωτικά
Επίσης, από τις αρχές του χρόνου μέχρι και προ μερικών ημερών είχαν καταγραφεί 873 κλοπές με ανήλικους δράστες, 118 ληστείες από παιδιά, 117 φθορές ξένης περιουσίας πάλι με δράστες ηλικίας μέχρι 18 ετών. Τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι υπήρχαν ανήλικοι ως συνεργοί σε 78 τέτοιου είδους επιθέσεις. Ακόμη υπήρξαν 649 περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών με πρωταγωνιστές ανηλίκους καθώς και 277 για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία από ανηλίκους.
Εντός του 2024, από την ΕΛ.ΑΣ. έχουν αποκαλυφθεί 23 υποθέσεις με «εγκληματικές οργανώσεις» με μαζική συμμετοχή ανηλίκων κι έχουν υπάρξει 87 συλλήψεις. Επίσης έχουν συλληφθεί 15 ανήλικοι για εμπρησμούς και 10 για κατοχή εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών, όπως κι άλλοι 21 για βιασμούς.
Στην πραγματικότητα, όμως, τα χιλιάδες αυτά περιστατικά δεν αποτυπώνουν τη βία μεταξύ ανηλίκων στο σύνολό της, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυξήθηκαν τα όρια ποινικής ευθύνης στα 15 έτη, οπότε για τους εφήβους κάτω των 15 ετών δεν υπάρχουν καταγραφές.

Πίσω από αυτούς τους αριθμούς, όμως, κρύβονται 14χρονοι με μαχαίρια, κορίτσια 13 ετών που «θέλουν να μπουν στην ομάδα», 15χρονοι που κάνουν χρήση κοκαΐνης σε σχολικά πάρτι και 12χρονοι που εκβιάζουν συμμαθητές τους για «προστασία».
Από το TikTok στο κελί: η άλλη πλευρά της οθόνης
Η τεχνολογία, και ειδικά τα social media, λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές της βίας. Το bullying δεν τελειώνει στο προαύλιο. Συνεχίζεται στο κινητό, με φωτογραφίες και βίντεο ταπείνωσης. Το TikTok, το Instagram, ακόμη και το Telegram γίνονται εργαλεία κακοποίησης, εκφοβισμού και στρατολόγησης.
Όπως τονίζει η καθηγήτρια Ψυχολογίας Κατερίνα Μάτσα, «τα παιδιά μετά την καραντίνα αναζητούν εξιλέωση μέσα από την ένταση. Όταν δεν υπάρχει πλαίσιο να διοχετεύσουν τη δημιουργική επιθετικότητα, αυτή εκδηλώνεται είτε ως αυτοκαταστροφή είτε ως εγκληματικότητα».
Οι «μεσόμορφοι» της παραβατικότητας – Ένας αμφιλεγόμενος δεσμός
Για δεκαετίες, η ιδέα ότι η εγκληματική συμπεριφορά μπορεί να έχει βιολογικό υπόβαθρο γοήτευε επιστήμονες και εξουσίες. Ίσως γιατί απάλλασσε την κοινωνία από την ευθύνη για τις ανισότητες που παράγει. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν η θεωρία της σωματικής τυπολογίας.
Ο Αμερικανός William Sheldon, ιδρυτής της λεγόμενης «σωματοτυπικής ψυχολογίας», διέκρινε τρεις βασικούς τύπους: ενδόμορφοι (ειρηνικοί, παχουλοί), εκτόμορφοι (αδύνατοι, εσωστρεφείς) και μεσόμορφοι (μυώδεις, επιθετικοί). Όταν μελέτησε 200 ανήλικους παραβάτες τη δεκαετία του ’40, εντόπισε ένα μοτίβο: υψηλό ποσοστό μεσόμορφων.
Η θεωρία του φάνηκε να επιβεβαιώνεται και από μεταγενέστερες έρευνες –όπως αυτή των Sheldon και Eleanor Glueck– που βρήκαν 60% μεσόμορφους σε ομάδα ανηλίκων παραβατών έναντι 31% στον γενικό πληθυσμό. Ο ψυχίατρος Trevor Gibbens και άλλοι ερευνητές εντόπισαν παρόμοια ποσοστά.
Όμως, άλλες έρευνες ανέτρεψαν τα αρχικά ευρήματα. Ο Wadsworth, το 1979, έδειξε ότι Άγγλοι σοβαροί εγκληματίες ήταν μικρόσωμοι, μάλλον καθυστερημένοι στην εφηβεία τους. Ο West και ο Farrington δεν εντόπισαν καμία στατιστική συσχέτιση ανάμεσα σε σώμα και εγκληματικότητα. Ο Maurice Feldman υποστήριξε ότι το μέγεθος του σώματος απλώς επηρεάζει την κοινωνική αντίληψη: ο μυώδης κατηγορούμενος είναι πιθανότερο να αντιμετωπιστεί αυστηρότερα, όχι να είναι πράγματι πιο επιθετικός.
Σήμερα, τέτοιες θεωρίες θεωρούνται ξεπερασμένες ή ελλιπείς. Οι περισσότεροι επιστήμονες τονίζουν πως οι βιολογικοί παράγοντες, όταν απομονώνονται από τις κοινωνικές συνθήκες –το περιβάλλον, την ανατροφή, την ταξική θέση– παράγουν επικίνδυνες γενικεύσεις. Η εγκληματικότητα των ανηλίκων δεν μπορεί να εξηγηθεί απλώς με έναν τύπο σώματος.
Ο ανήλικος παραβάτης-εγκληματίας: μια έννοια σε εξέλιξη
Στην Ελλάδα, ο όρος «ανήλικος εγκληματίας» κυριαρχούσε μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα, όταν το 2003 αντικαταστάθηκε στον Ποινικό Κώδικα από τον όρο «ανήλικος» με ειδικές ρυθμίσεις. Ήδη από τη δεκαετία του ’70, η επιστημονική κοινότητα είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί όρους όπως «ανήλικος παραβάτης» ή «παραβατικότητα ανηλίκων» για να αποφορτίσει το στιγματιστικό βάρος του «εγκληματία». Παρ’ όλα αυτά, τα κρατικά όργανα συνεχίζουν να προσεγγίζουν το φαινόμενο με αυστηρά ποινικούς όρους.
Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, οι ανήλικοι άνω των 12 ετών υπόκεινται σε αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα, ενώ οι άνω των 15 μπορούν να κρατηθούν σε ειδικά καταστήματα, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένοι όροι. Για τους ανήλικους κάτω των 12 δεν προβλέπεται ποινική μεταχείριση, αλλά ούτε και κατάλληλο προνοιακό πλαίσιο.
Ο όρος «παραβατικότητα» συχνά περιλαμβάνει και κοινωνικά αποκλίνουσες αλλά όχι ποινικά κολάσιμες συμπεριφορές (π.χ. σχολική αποχή, κατανάλωση αλκοόλ, φυγή από το σπίτι), καθιστώντας την έννοια ασαφή. Έτσι, είναι πιο χρήσιμο να επικεντρωνόμαστε στους ανηλίκους που διαπράττουν πράξεις ποινικά διωκόμενες και έχουν εντοπιστεί από τις αρχές.
Τέλος, η εικόνα που διαμορφώνεται για την εγκληματικότητα ανηλίκων επηρεάζεται έντονα από τα ΜΜΕ, τα οποία συχνά προβάλλουν μεμονωμένα και ακραία περιστατικά, διογκώνοντας την αίσθηση απειλής και παραμορφώνοντας την πραγματική έκταση του φαινομένου.
Ποιος είναι ο ρόλος του επιμελητή ανηλίκων
Oι επιμελητές ανηλίκων, στο πλαίσιο της ποινικής αντιμετώπισης της παραβατικότητας των ανηλίκων, συνδράμουν με τον δικαστή ανηλίκων στην εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων διερευνώντας την προσωπικότητα, τα ενδιαφέροντα, τις συνθήκες διαβίωσης, το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις ενδεχόμενες εργασιακές συνθήκες των ανηλίκων.
Με βάση τα στοιχεία της κοινωνικής έρευνας που έχουν διενεργήσει, συντάσσουν αναλυτική έκθεση για την προσωπικότητα του ανηλίκου καταλήγοντας σε συγκεκριμένη πρόταση για τη μεταχείριση που ενδείκνυται εξατομικευμένα για κάθε ανήλικο.
Συγκεκριμένα ο επιμελητής ανηλίκων:
Έρχεται σε επαφή με παιδιά που παραβίασαν τον νόμο. Αφού μιλήσει με το παιδί και εξετάσει το οικογενειακό περιβάλλον, συντάσσει μία έκθεση ατομικής αξιολόγησης πριν από το δικαστήριο. Προτείνει στο δικαστήριο το καταλληλότερο αναμορφωτικό μέτρο. «Ένας επιμελητής ανηλίκων πρέπει να αγαπάει αυτό που κάνει».
Η επιμελήτρια ανηλίκων, Αφροδίτη Μαλλούχου, αναλύει τις δυσκολίες του επαγγέλματός της στο νέο επεισόδιο του #podcast «Ανήλικοι και Δικαιοσύνη».
Η ανάγκη του ανήκειν και η σειρά που έγινε καθρέφτης της εφηβικής ψυχής
Η αποδοχή από τους άλλους είναι μία από τις βαθύτερες ανάγκες των εφήβων. Μέσα από τις σχέσεις τους, αναζητούν τα κομμάτια που θα συνθέσουν την ταυτότητά τους. Τις τελευταίες εβδομάδες, το ζήτημα αυτό απασχολεί έντονα τη δημόσια συζήτηση, χάρη στη βρετανική σειρά Adolescence, η οποία μετρά ήδη πάνω από 66 εκατομμύρια προβολές.
Αν και μοιάζει αρχικά με αστυνομικό δράμα, η σειρά ξεδιπλώνει σταδιακά ένα πολύ πιο ουσιαστικό αφήγημα: την ψυχοσύνθεση ενός 13χρονου αγοριού που κατηγορείται για τη δολοφονία μιας συμμαθήτριάς του. Κάθε ένα από τα τέσσερα επεισόδια εστιάζει σε ένα βασικό κοινωνικό σύστημα – την αστυνομία, το σχολείο, τον ψυχολόγο και την οικογένεια – εξετάζοντας πώς αλληλεπιδρούν με την εύθραυστη ψυχή του Jamie, και πώς τον απογοητεύουν.
Το τρίτο επεισόδιο, με επίκεντρο τη συνεδρία με την ψυχολόγο, και το τέταρτο, που εστιάζει στην οικογένεια, συνθέτουν την πιο έντονη ψυχολογική τοιχογραφία. Οι συναισθηματικές μεταπτώσεις – από το άγχος και τη θλίψη ως τον τρόμο και την ανακούφιση – συνοδεύουν τον θεατή, που καλείται να αναρωτηθεί: Πώς φτάνει ένα παιδί ως εκεί; Πόσο ευάλωτη είναι η διαδρομή προς την εφηβεία;
Η σειρά βάζει στο μικροσκόπιο την επίδραση των social media και την ψηφιακή απομόνωση. Οι έφηβοι μιλούν σε μία κωδικοποιημένη γλώσσα που οι ενήλικες δεν κατανοούν – emojis, χρώματα, σύμβολα που μεταφέρουν συναισθήματα, απειλές ή περιθωριοποίηση. Ο Jamie δέχεται cyberbullying και στιγματίζεται με την ετικέτα του incel, ενώ η οικογένειά του νιώθει ασφάλεια μόνο και μόνο επειδή το παιδί βρίσκεται μέσα στο σπίτι. Η ανωνυμία της οθόνης, όμως, επιτρέπει την έκφραση απωθημένων χωρίς αναστολές, χωρίς ενσυναίσθηση.
Σταδιακά διαφαίνεται ο φαύλος κύκλος της βίας. Ο θύτης υπήρξε θύμα. Ο αποκλεισμός και η απόρριψη μετατρέπονται σε οργή, υποτίμηση των γυναικών και επιθετικότητα. Όλα τα κοινωνικά συστήματα αποτυγχάνουν να προστατέψουν ή να κατανοήσουν. Το σχολείο προβάλλει μια ψευδή εικόνα ενδιαφέροντος πίσω από συνθήματα και τοίχους με χρώμα, ενώ η μόνη «αγκαλιά» που βρίσκει ο Jamie είναι αυτή της παρέας – μια παρέα που τελικά του παραδίδει το όπλο και του ζητά να αποδείξει ότι αξίζει.
Όταν το κάνει, μένει μόνος.
Η οικογένεια, από την άλλη, δεν αντέχει να κοιτάξει την αλήθεια κατάματα. Προτιμά να προσποιείται ότι όλα είναι όπως πριν, αρνούμενη να μιλήσει για τον γιο της και για το τι συνέβη. Είναι τα ίδια τα παιδιά της οικογένειας – και κυρίως η μεγαλύτερη κόρη – που θα αναλάβουν τελικά το βάρος της απόφασης και θα φέρουν την ωριμότητα που λείπει από τους ενήλικες.
Ο Jamie συμβολίζει τον έφηβο που μεγάλωσε μέσα στην ψυχική σιωπή: συναισθήματα που δεν ειπώθηκαν, πράξεις που δεν σχολιάστηκαν, γεγονότα που απωθήθηκαν. Εκεί όπου η συναισθηματική επεξεργασία αποτυγχάνει, γεννιέται η πράξη – η εκδραμάτιση.
Το Adolescence είναι κάτι παραπάνω από σειρά. Είναι ένας καθρέφτης της εποχής μας, που αποκαλύπτει όχι μόνο τις ρωγμές στην εφηβεία, αλλά και τις ανεπάρκειες των μεγάλων.
Η αντίφαση και η πρόκληση για το μέλλον
Η παραβατικότητα των ανηλίκων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, προκαλεί έναν μόνιμο προβληματισμό για τις αιτίες και τις συνέπειες του φαινομένου. Όσο οι κοινωνίες μας αναπτύσσονται και οι σύγχρονες προκλήσεις συνεχώς αναδύονται, είναι αναγκαίο να αναρωτηθούμε τι ακριβώς προκαλεί τη βία και πώς μπορούμε να τη σταματήσουμε, προτού πάρει διαστάσεις κρίσης.
Η αποδοχή ότι οι νέοι δεν είναι «ανέγγιχτοι» από τα κοινωνικά προβλήματα, αλλά αποτελούν καθρέφτη των αλλαγών της κοινωνίας, μπορεί να είναι η αρχή για νέες στρατηγικές παρέμβασης. Αντιμέτωποι με τις προκλήσεις του μέλλοντος, πρέπει να ενσωματώσουμε μια πιο ανθρωπιστική, επιστημονική και κοινωνική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας των ανηλίκων, προκειμένου να εξασφαλίσουμε μια καλύτερη κοινωνία για τις επόμενες γενιές.
Ίσως όλα αυτά να έχουν ευθύνη, σε διάφορους βαθμούς. Όμως, το βέβαιο είναι ότι τα παιδιά αυτά δεν είναι τέρατα. Είναι δικά μας. Και χρειάζονται κάτι περισσότερο από μια κραυγή καταδίκης ή ένα μέτρο αυστηροποίησης. Χρειάζονται ουσιαστική φροντίδα, νέες κοινότητες συνοχής, εκπαιδευτικά περιβάλλοντα με ανθρώπινο ενδιαφέρον, πρόληψη αντί για καταστολή, πολιτισμό αντί για τηλε-καταγγελία.
Ο ψυχίατρος Δημήτρης Σούρας σημείωνε εύστοχα: «Μέσα σε όλα αυτά τα παιδιά που παραβατούν, υπάρχει και ένα κομμάτι που απλώς πονάει. Το βλέμμα τους είναι κενό όχι γιατί είναι γεννημένοι εγκληματίες, αλλά γιατί τους λείπει το βλέμμα κάποιου να τα δει με αληθινή φροντίδα».
Αυτή η φροντίδα, αυτή η ανθρώπινη αναγνώριση της ανάγκης του κάθε παιδιού για μια κοινωνία που να το υποστηρίζει, είναι το θεμέλιο για να χτίσουμε έναν κόσμο με λιγότερη παραβατικότητα και περισσότερη κατανόηση.
Πηγές: Ελληνική Αστυνομία, ΕΛΣΤΑΤ, «Παραβατικότητα Ανηλίκων» της Α.Χάϊδου