Με τις καταθέσεις τους ενώπιον της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής οι δύο «προστατευόμενοι» μάρτυρες έδωσαν τη χαριστική βολή στην άρνηση αυτών που επιμένουν να μην απαντούν στα εξής κρίσιμα και αδυσώπητα ερωτήματα:πρώτον, αν νομίμως τους έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος και δεύτερον αν δικαίως η Εισαγγελία Διαφθοράς εξακολουθεί να στηρίζει πάνω στις μαρτυρίες τους το λεγόμενο πολιτικό σκάνδαλο Novartis.

Με βάση τη διάταξη του άρθρου 47 του ΚΠΔ“μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος” χαρακτηρίζονται τα πρόσωπα τα οποία συμβάλλουν ουσιωδώς στην αποκάλυψη και στη δίωξη εγκλημάτων διαφθοράς με πληροφορίες που παρέχουν στις αρμόδιες διωκτικές Αρχές.

Όμως ούτε ο μάρτυρας «Σαράφης»,  παρά τις μέχρι σήμερα 29 καταθέσεις του στην Εισαγγελία Διαφθοράς, ούτε η «Κελέση», έχουν συμβάλει με τις πληροφορίες τους ουσιωδώς στην αποκάλυψη και στην δίωξη των ερευνωμένων εγκλημάτων.

Παρόλο που έχουν περάσει δύο και πλέον έτη δεν έχει μέχρι σήμερα ολοκληρωθεί η προκαταρκτική εξέταση της πολύκροτης αυτής υποθέσεως κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 2 Ν. 4022/2011 κατά την οποία η διαδικασία αυτή έπρεπε να έχει περατωθεί μέσα σε προθεσμία δύο μηνών. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μέχρι σήμερα οι καταθέσεις των δύο αυτών μαρτύρων δεν έχουν οδηγήσει την Εισαγγελέα Διαφθοράς στην άσκηση ποινικής δίωξης για τα ερευνώμενα εγκλήματα. Πώς λοιπόν οι μάρτυρες αυτοί αναγνωρίζονται με βάση τα προηγούμενα ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος;

Εν τω μεταξύ για επτά από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα που φέρονταν ως ύποπτα δωροληψίας, η υπόθεση έχει τεθεί στο αρχείο γιατί ασφαλώς οι καταθέσεις του «Σαράφη» και της «Κελέση» δεν έχουν συμβάλει καθόλου στην αποκάλυψη αξιόποινων πράξεων.

Η αποκορύφωση της αποδεικτικής ασημαντότητας του μάρτυρος «Σαράφη» εκδηλώθηκε με την προχθεσινή του κατάθεση ενώπιον της Επιτροπής όταν ισχυρίστηκε ότι δεν έχει άμεση αντίληψη των γεγονότων, ούτε γνωρίζει πραγματικά περιστατικά για δωροληψία πολιτικών προσώπων. Τα όσα κατέθεσε είτε τα πιθανολογεί ο ίδιος είτε αποτελούν φήμες.

Μετά από αυτά, είναι απορίας άξιον πώς το συγκεκριμένο πρόσωπο θεωρείται αξιόπιστος μάρτυρας σε μια τέτοια υπόθεση όταν μάλιστα δεν έχει καμία ιστορική εμπειρική σχέση με το “θέμα” αυτής της ποινικής έρευνας. Επ’ αυτού η  νομολογία των Δικαστηρίων δέχεται ότι αντικείμενο μαρτυρίας είναι μόνο πραγματικά περιστατικά, δηλαδή γεγονότα που υπέπεσαν στην αντίληψη του μάρτυρα με οποιαδήποτε από τις αισθήσεις του.  Άρα δεν μπορεί ν’ αποτελέσουν αντικείμενο της μαρτυρίας κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις και πιθανολογήσεις του μάρτυρα, εκτός αν αυτά συνδέονται αναπόσπαστα με τα γεγονότα που καταθέτει.

Πιθανολογώ σημαίνει δε γνωρίζω προσωπικά, δηλαδή είμαι ακατάλληλος να συμβάλω ως μάρτυρας στην αποκάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας που αναζητεί η ποινική διαδικασία. Η πιθανολόγηση, δηλαδή η απόδειξη του εικότος, είναι ένας ρητορικός τρόπος υπερβάσης των αποδεικτικών κενών μιας δικαστικής διαδικασία. Έτσι μας την παρέδωσε ο σοφιστής Γοργίας στην Ελένη και στον Παλαμήδη. Με την ίδια ακριβώς τέχνη που ο Γοργίας υποστήριζε ότι ο Παλαμήδης είναι αθώος διότι δεν είναι προδότης,ο κάθε «Σαράφης» μπορεί να υποστηρίζει σήμερα ότι ο Χ είναι ένοχος διότι είναι πολιτικός. Ως πότε όμως η χώρα θα υπομένει μια Δικαιοσύνη χωρίς κανόνες να είναι θύμα μιας Πολιτικής χωρίς αρχές.

 

*Ο Κώστας Τζαβάρας είναι βουλευτής της ΝΔ, το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφ. Τα Νέα