Η πολιτική σκηνή στην Ελλάδα είναι διαχρονικά φορτισμένη και γεμάτη εντάσεις. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα έχει παρατηρηθεί μια έντονη κλιμάκωση της τοξικότητας και της επιθετικότητας στην αντιπαράθεση μεταξύ των κυριότερων πολιτικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, η Πλεύση Ελευθερίας και η Νέα Αριστερά –και φυσικά οι νεοσύστατοι σχηματισμοί ή κινήσεις– επιλέγουν να επικοινωνούν μέσω έντονα πολωτικών και συχνά χυδαίων εκφράσεων. Χαρακτηρισμοί όπως «εγκληματική οργάνωση», «χούντα», «νονοί», «δολοφόνοι», «παιδοβιαστές», «γαλάζιες ακρίδες» και «γαλάζια συμμορία» έχουν γίνει καθημερινό φαινόμενο στον δημόσιο πολιτικό λόγο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι αυτή ενός τοξικού περιβάλλοντος, όπου η αντιπαράθεση δεν εστιάζεται τόσο στις πολιτικές προτάσεις όσο στη διάθεση για καταστροφή του αντιπάλου και στην επικράτηση μέσω της υποτίμησης και του εκφοβισμού. Πολιτικοί παρατηρητές πιστεύουν ότι, στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν τα πολιτικά τους επιχειρήματα, πολλές φορές τα μικρά κόμματα της αντιπολίτευσης καταφεύγουν συχνά σε στρατηγικές έντονου εκφοβισμού και δαιμονοποίησης του αντιπάλου, αντί να προτείνουν λύσεις για τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας.

Είναι σαφές πως το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα φορτίζεται επικίνδυνα και τοξικά. Ολο και περισσότεροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι του συγκεκριμένου χώρου χρησιμοποιούν μια ρητορική που ενισχύει την εικόνα ενός διχασμένου έθνους, όπου ο διάλογος παραμερίζεται και τη θέση του παίρνει η εχθροπάθεια. Από τις εκφράσεις του τύπου «εγκληματική οργάνωση», για να περιγράψουν κυβερνητικά στελέχη, έως τις αναφορές σε «παιδοβιαστές» και «δολοφόνους», για να επιτεθούν σε πολιτικούς αντιπάλους, είναι φανερό ότι η γραμμή του πολιτικού πολιτισμού έχει παραβιαστεί και έχει αντικατασταθεί από μια τακτική που στηρίζεται στη φημολογία και στον προσωπικό εκφοβισμό.

Ενα τέτοιο κλίμα δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, όπου η τοξικότητα όχι μόνο παραμένει, αλλά και ενισχύεται, με κάθε νέα δήλωση ή ανάρτηση. Η πολιτική πλέον δεν αφορά τόσο την ανάπτυξη βιώσιμων λύσεων για τα προβλήματα της χώρας όσο την προσωπική αντιπαράθεση και την αποδόμηση του αντιπάλου. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται ένα κλίμα ακραίας πόλωσης και μίσους που μόνο στην εξυπηρέτηση φτηνών πολιτικών συμφερόντων αποσκοπεί, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνονται η αναγκαία πολιτική συνεννόηση και συνεργασία.

Μία από τις πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις αυτής της τοξικότητας είναι ο πολακισμός, δηλαδή η χρήση ακραίας και συχνά υπερβολικής γλώσσας για να αναδείξουν μια εικόνα καταστροφής και διαφθοράς γύρω από τον πολιτικό αντίπαλο. Η χρήση του όρου πολακισμός έχει γίνει συνώνυμο της έντονα κατηγορηματικής και ακραίας ρητορικής που προσβάλλει και διαλύει κάθε έννοια πολιτικού πολιτισμού.

Ο πολακισμός έχει προσφέρει, με έναν τρόπο, το ιδεολογικό πλαίσιο για την επιτυχία αυτής της τοξικής πρακτικής στην ελληνική πολιτική σκηνή. Παρά την επιμονή κάποιων στελεχών, κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ και της Πλεύσης Ελευθερίας, να δηλώνουν ότι αυτές οι επιθέσεις είναι απλά ενταγμένες σε έναν «πολιτικό αγώνα», η πραγματικότητα είναι ότι με αυτές τις πρακτικές σπέρνεται το μίσος, το οποίο στην καλύτερη περίπτωση εμποδίζει την ανάπτυξη σοβαρών πολιτικών συζητήσεων και στη χειρότερη δημιουργεί ένα περιβάλλον εκφοβισμού και επιθέσεων.

Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διάδοση αυτής της τοξικότητας. Η είδηση ή το πολιτικό σχόλιο που προκαλεί την πιο έντονη αντίδραση ή συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι συχνά εκείνο που περιλαμβάνει χυδαία χαρακτηριστικά και ακραία φρασεολογία. Η συχνότητα με την οποία αυτά τα εκρηκτικά σχόλια δημοσιεύονται ή διαδίδονται επηρεάζει καθοριστικά τη διαμόρφωση του πολιτικού λόγου και της συμπεριφοράς, επεκτείνοντας την επιρροή τους ακόμη και στο ευρύ κοινό.

Η ταχύτητα και η διαρκής ανατροφοδότηση από τα κοινωνικά δίκτυα ενισχύουν την τάση για ένταση και πόλωση. Καθώς οι πολιτικοί προσπαθούν να κερδίσουν τις εντυπώσεις και να αποσπάσουν την προσοχή, καταφεύγουν στην καυστική κριτική και τη χυδαία γλώσσα. Κάποια Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης της είδησης, συχνά προάγουν αυτά τα φαινόμενα, αναδεικνύοντας τις πιο ακραίες δηλώσεις και έτσι δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο τοξικότητας και επιθετικότητας.

Η πολιτική συνεννόηση είναι δύσκολη σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Τα πολιτικά κόμματα, αντί να προσπαθούν να βρουν κοινές συνισταμένες και να συνεργαστούν για την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας, προτιμούν να επιτίθενται αδιάκοπα στον αντίπαλο, δημιουργώντας ένα τοξικό πεδίο, όπου η πολιτική συζήτηση είναι πρακτικά αδύνατη. Τα κοινά συμφέροντα της κοινωνίας θυσιάζονται για τη συνεχιζόμενη επικράτηση στη μάχη της πολιτικής πόλωσης.

Αυτό το κλίμα της αντιπαλότητας και της διάχυτης εχθρότητας αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη κοινωνική απογοήτευση και αποξένωση, με τους πολίτες να νιώθουν όλο και πιο απομακρυσμένοι από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και τη δημοκρατική συζήτηση.

Η ελληνική πολιτική σκηνή, όπως φαίνεται απ’ όσα διαδραματίζονται τις τελευταίες ημέρες, με ευθύνη της αντιπολίτευσης, βιώνει μια περίεργη περίοδο, όπου η τοξικότητα κυριαρχεί. Αντί να αναζητούνται συναινέσεις και να προτάσσονται λύσεις για τα προβλήματα του πολίτη, τα κόμματα επικεντρώνονται στην απαξίωση και την καταστροφή του αντιπάλου.

Οι ίδιοι πολιτικοί παρατηρητές πιστεύουν ότι η πραγματική πρόκληση είναι το πώς θα μπορέσουν οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης να επιστρέψουν σε έναν πιο πολιτισμένο και εποικοδομητικό διάλογο, που θα έχει στο επίκεντρο το καλό της κοινωνίας και όχι τη συνέχιση του παιχνιδιού της εξουσίας μέσω της τοξικότητας και του πολακισμού σαν πρακτική.