«17 Νοέμβρη, άνοδος και πτώση» – λογοκρισία ή ευαισθησία η απόφαση του ΕΚΚΟΜΕΔ να κόψει τη χρηματοδότηση;
Αρκεί η πρόβλεψη του νόμου για «προγράμματα που θίγουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια» ώστε να δικαιολογήσει την ανάκληση της αρχικής απόφασης για χρηματοδότηση του ντοκιμαντέρ του Αλέξη Παπαχελά;
Η δημόσια συζήτηση, άκρως φορτισμένη συναισθηματικά, κορυφώνεται με τις δύο πλευρές να διεκδικούν το δίκιο που θεωρούν πως έχουν. Πρωταγωνιστής ο άνθρωπος που γνωρίζει όσο λίγοι το θέμα της «17Ν» και ένα τηλεοπτικό δίκτυο που έχει υπάρξει θύμα των απογόνων της τρομοκρατικής οργάνωσης.
Πέτρα του σκανδάλου, μία συνέντευξη. Με τον μακελάρη Δημήτρη Κουφοντίνα ο οποίος, έως και σήμερα, δηλώνει αμετανόητος, υπερασπιζόμενος τις απάνθρωπες πράξεις του. Οι υπερασπιστές του δημοσιογράφου επικαλούνται τα όσα διεθνώς ισχύουν: κατά συρροή δολοφόνοι, τρομοκράτες, βιαστές συμμετέχουν σε ντοκιμαντέρ που αφορούν την υπόθεσή τους ως ιστορική καταγραφή δίπλα στα θύματά τους. Η υπερβολική όμως δημοσιότητα που απολαμβάνει ο Δημήτρης Κουφοντίνας, από τη σύλληψή του και έπειτα, φαίνεται να λειτουργεί ανασταλτικά στην περίπτωση μας.
«Δεν πρέπει να μιλάει ο Κουφοντίνας», υποστηρίζουν οι πολέμιοι της χρηματοδότησης αλλά και εν πολλοίς της παραγωγής του ντοκιμαντέρ.
Παρ’ όλα αυτά, και οι συγγενείς θυμάτων τρομοκρατίας, Σύλλογος Αλληλεγγύης στα Θύματα Τρομοκρατίας Θάνος Αξαρλιάν, και «Ως Εδώ», σε ανακοίνωσή τους παραδέχονται ότι για τον Δημήτρη Κουφοντίνα θα είναι η «πρώτη του τηλεοπτική παρουσία μετά από δεκαετίες». Ο πόνος όμως μοιάζει να είναι νωπός. Λένε «ναι» στο ντοκιμαντέρ, «όχι» στο ενδεχόμενο «να δοθεί βήμα στους τρομοκράτες της “17 Νοέμβρη”, οι οποίοι επί δεκαετίες επέβαλαν τη φωνή τους στον δημόσιο λόγο με το αίμα των ανθρώπων μας.
Των πατεράδων, των γιων, των συζύγων και των αδερφών μας. Ταυτόχρονα αποσύραμε εμφατικά οποιαδήποτε συμμετοχή μας σε αυτό μέσω συνεντεύξεων, παλιών και νέων, αλλά και πλάνων δικών μας, αλλά και των συγγενών μας, αρνούμενοι να συμμετάσχουμε σε έναν άτυπο διάλογο εξίσωσης θυτών και θυμάτων».
Μάλιστα, συμπληρώνουν: «Οι δολοφόνοι θα μας ξανάλεγαν πώς και γιατί σκότωσαν τους δικούς μας ανθρώπους, αλλά αυτή τη φορά με χρήματα του κράτους, δηλαδή με χρήματα των πολιτών». Σημειώνουν πως ενίστανται κατά της χρηματοδότησης, οπότε και ζήτησαν από το ΕΚΚΟΜΕΔ την άρση της χρηματοδότησης της παραγωγής ενημερώνοντας πως εκείνοι δεν θα συμμετάσχουν.
Η ενημέρωση αυτή μπορεί να αιτιολογήσει την απόφαση του ΕΚΚΟΜΕΔ: δίχως τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, το ντοκιμαντέρ δεν θα είναι πλήρες, οπότε οι λόγοι παραγωγής του παύουν να υφίστανται και ως εκ τούτου και η χρηματοδότηση. Όπως και οι σύλλογοι εξηγούν, «η ανάκληση της κρατικής χρηματοδότησης μιας παραγωγής, μιας οποιαδήποτε παραγωγής, δεν αποτελεί λογοκρισία».
Ο ίδιος ο Αλέξης Παπαχελάς θύμισε πως «ήμουν ο πρώτος δημοσιογράφος που έβαλα τον πόνο των θυμάτων στη δημοσιότητα και έσπασα μια σιωπή που υπήρχε. Είχε κόστος, αλλά το θεωρούσα σημαντικό».
«Κάποιοι μιλάνε ότι μπορεί να ξεπλύνουμε την τρομοκρατία ή τον Κουφοντίνα. Ξεχνάνε ότι σε αυτό το κτήριο μπήκα πρώτος τα ξημερώματα, όταν σχεδόν είχε γκρεμιστεί από τους απογόνους της “17Ν” και δεν ξέραμε αν υπήρχε νεκρός. Όποιος με ξέρει και νομίζει ότι δεν ξέρω τον πόνο τους, ζει κάπου αλλού και δεν έχω τίποτα να αποδείξω. Έχουμε δώσει τις μάχες μας και κάνουμε όλοι μια δουλειά με δύσκολα διλήμματα. Όταν κάνεις ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ, κάνεις μία έρευνα που απαιτεί να συμπεριλάβεις και όλους τους πρωταγωνιστές», συμπλήρωσε μιλώντας στον ΣΚΑΪ. Με την υπαναχώρηση όμως των οικογενειών των θυμάτων χάνεται το «όλοι οι πρωταγωνιστές», μολονότι οι συνεντεύξεις έχουν ολοκληρωθεί ήδη. Ανακαλείται όμως από κάποιους (ή όλους;) η άδεια χρήσης τους.
Ο Αλέξης Παπαχελάς επικαλείται την ιστορική αλήθεια που θέλει σκληρές αποφάσεις. «Θα ήθελα πάρα πολύ να βρεθώ με τους συγγενείς σε ένα τραπέζι, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και της τοξικότητας των social media, και να μιλήσουμε στα ίσια. Να τους ακούσω και να με ακούσουν. Μπορεί να μη συμφωνήσουμε. Θα δεχθώ να έχω την άποψή τους, αν θέλουν να έχουν μια πεντάλεπτη διαμαρτυρία πριν το ντοκιμαντέρ και να καταγγέλλουν και εμένα, να το κάνουν, γιατί πάντα είμαι ανοιχτός και δεν έχω τίποτα να κρύψω», αντιπροτείνει.
«Το αντικείμενο της συζήτησης δεν είναι η λογοκρισία, είναι θέμα χρηματοδότησης», επανατοποθέτησε τη συζήτηση ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, και εξήγησε: «Από την πρώτη απόφαση που ήταν θετική μέχρι τη στιγμή της δεύτερης απόφασης, μεσολάβησε μια επιστολή των συγγενών των θυμάτων της “17 Νοέμβρη”. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν βιώσει τον απόλυτο πόνο, με την οποία επισήμαναν ότι δεν δέχονται να είναι στην ίδια εκπομπή, στο ίδιο ντοκιμαντέρ, στην ίδια έρευνα, οι ίδιοι με τον δολοφόνο του πατέρα τους, του αδερφού τους, του παιδιού τους, γιατί είναι άνθρωποι που έχουν χάσει και τα παιδιά τους. Αυτό το στάθμισε ο ΕΚΚΟΜΕΔ και μετά από αυτή την επιστολή έκρινε, χωρίς να αμφισβητεί κανένας μας ούτε την εγκυρότητα ούτε τα κίνητρα του κ. Παπαχελά, ο οποίος μάλιστα ξαναλέω πως έχει αναδείξει τέτοια σοβαρά συμβάντα, και ο ίδιος ο ΣΚΑΪ είναι ένα κανάλι που έχει πέσει θύμα τρομοκρατικών ενεργειών. Αυτό λοιπόν που στάθμισε ο ΕΚΚΟΜΕΔ είναι κάτι το οποίο έχει να κάνει με τον πόνο των ανθρώπων, είναι ένα ζήτημα πολύ φορτισμένο [...] Δεν είναι δυνατόν, έκρινε ο ΕΚΚΟΜΕΔ, να επιδοτηθεί κάτι που θα προβάλει τον δολοφόνο και δεν θα προβάλει τα θύματα. Κανείς δεν λογοκρίνει κανέναν, σε καμία περίπτωση».
Η απάντηση παρ’ όλα αυτά δεν έπεισε. Ο Γιάννης Αλαφούζος εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκεια και την έκπληξή του για την απόφαση κάνοντας λόγο για «απόπειρα προληπτικής λογοκρισίας» σε έργο δημοσιογραφικής και ιστορικής καταγραφής. Για απαρχή σκοτεινής εποχής, ασύμβατης με τις αρχές ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και για «άνοιγμα» επικίνδυνου δρόμου λογοκρισίας κάνει λόγο η Ένωση Ελληνικού Ντοκιμαντέρ και ζητά «την απαρέγκλιτη εφαρμογή του νόμου 5105/2024».
Με το ενδεχόμενο της «λογοκρισίας» να φεύγει όμως από το τραπέζι, γίνεται σαφές πως το συναίσθημα είναι πολύ ισχυρό στην παρούσα φάση, ώστε να επιτρέψει την παραγωγή ιστορικού υλικού όπου οι πρωταγωνιστές βουτήχτηκαν στο αίμα των αγαπημένων τους.


