Η καλύτερη στιγμή, είχε πει ο Τζον Κένεντι, να επιδιορθώσεις τη στέγη είναι όταν ο ήλιος λάμπει: και στην προκειμένη περίπτωση ορθώς ο πρωθυπουργός δεν αφήνει τον χρόνο να σκεπάζει τις «κακοτεχνίες» μέχρι την επόμενη φορά. Είδε ότι η κυβερνητική στέγη «μπάζει» και έκανε αυτό που πρέπει και χωρίς χρονοτριβή ζήτησε από τον Νότη Μηταράκη την παραίτησή του. Εν ολίγοις, έκανε αυτό που οφείλει κάθε πολιτικός ηγέτης που σέβεται τον εαυτό του και την ψήφο των πολιτών, προκειμένου να διαφυλάξει το κύρος του, να διασφαλίσει την αξιοπιστία της κυβέρνησής του και να στείλει το μήνυμα ότι κανείς υπουργός δεν απολαμβάνει ειδικής μεταχείρισης.

Εδώ, όμως, χρειάζεται τώρα που ακόμα είναι νωρίς όλοι στην κυβέρνηση να κατανοήσουν ότι επειδή η αντιπολίτευση είναι υπό διάλυση δεν τους καθιστά υπεράνω κριτικής και κυρίως «ανέμελους» να σπαταλούν με επιπολαιότητα τα εκλογικά κέρδη της ΝΔ και το πολιτικό κεφάλαιο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Προφανώς και ο ίδιος χρειάζεται να φροντίζει γι’ αυτό -και το κάνει στο μέτρο του δυνατού- αλλά απαιτείται, αν μη τι άλλο, σοβαρότητα από εκείνους που επιλέγει.

Και εδώ δεν μιλάμε για «σοβαρότητα» του τύπου για «τα μάτια του κόσμου», που έτσι κι αλλιώς του «βγαίνουν» με τέτοιου είδους προκλητικές συμπεριφορές, αλλά για το ελάχιστο της συναίσθησης που πρέπει να έχουν τα μέλη της κυβέρνησης. Είναι αδιανόητο να καίγεται κυριολεκτικά ο κόσμος και κάποιοι να είναι στον «κόσμο» τους γιατί θεωρούν ότι μας κάνουν και χάρη γιατί τους… χρωστάμε που μας γλίτωσαν από τα χειρότερα.

Το κάλλιο αργά παρά ποτέ δεν ισχύει στη δεύτερη τετραετία της κυβέρνησης Μητσοτάκη που δείχνει στο ξεκίνημα σημάδια… κόπωσης. Αντιληπτό μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά παράλογο για κάποιον που δεν τον υποχρέωσε κανείς να γίνει υπουργός. Γι’ αυτό θεωρώ ότι ο πρωθυπουργός στέλνει για… ξεκούραση όποιον τη χρειάζεται. Όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα…